ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ

17.12.16

ΧΩΡΑ (Βολιμίδια) : Μυκηναϊκός οικισμός και νεκροταφείο

 Η κωμόπολη της Χώρας, βρίσκεται σε απόσταση 21 χλμ. από την Πύλο έδρα του δήμου Πύλου - Νέστορος  προς τα Β. ενώ απέχει από τον λόφο του άνω Εγκλιανού περίπου 4 χλμ. 
 Είναι κτισμένη σε χαμηλό ύψωμα, κάτω από τον κύριο όγκο του όρους Αιγάλεω, το οποίο δεσπόζει προς Νότον.
Ένα σημαντικό νεκροταφείο θαλαμωτών τάφων αναπτύχθηκε στη θέση Βολιμίδια 800 μέτρα βορειοανατολικά της Χώρας. 
Οι τάφοι εντοπίστηκαν στους αγρούς εκατέρωθεν, αλλά και κάτω από το κράσπεδο της οδού που οδηγεί στο Κεφαλόβρυσο, τοποθεσία όπου, όπως μαρτυρεί και το τοπωνύμιο, έως πρόσφατα ανέβλυζαν άφθονες πηγές, από τις οποίες υδρευόταν η Χώρα και αρδεύονταν σε μεγάλη έκταση οι γειτονικοί αγροί. 
Στα Βολιμίδια έχει διαπιστωθεί σημαντική οικιστική εγκατάσταση από τα Μεσοελλαδικά χρόνια όπως μαρτυρεί και το εκτεταμένο νεκροταφείο θαλαμωτών τάφων, εκ των οποίων 34 έχουν ήδη ερευνηθεί. 
Οι τάφοι των Βολιμιδίων χρησιμοποιήθηκαν πάλι κατά τα τέλη των γεωμετρικών χρόνων, την αρχαϊκή και από τα τέλη της κλασικής έως και τη ρωμαϊκή εποχή. 
Στην περιοχή έχουν ανασκαφεί και εγκαταστάσεις της Ρωμαϊκής εποχής.


Θέση- φυσικό περιβάλλον

 Η κωμόπολη της Χώρας, είναι κτισμένη σε χαμηλό ύψωμα, κάτω από τον κύριο όγκο του όρους Αιγάλεω, το οποίο δεσπόζει προς Νότον.
 Ένα σημαντικό νεκροταφείο θαλαμωτών τάφων αναπτύχθηκε στη θέση Βολιμίδια 800 μέτρα βορειοανατολικά της Χώρας
 Οι τάφοι εντοπίστηκαν στους αγρούς εκατέρωθεν, αλλά και κάτω από το κράσπεδο της οδού που οδηγεί στο Κεφαλόβρυσο, τοποθεσία όπου, όπως μαρτυρεί και το τοπωνύμιο, έως πρόσφατα ανέβλυζαν άφθονες πηγές, από τις οποίες υδρευόταν η Χώρα και αρδεύονταν σε μεγάλη έκταση οι γειτονικοί αγροί. Τα εδάφη της περιοχής είναι αργιλασβεστώδους συστάσεως, κατάλληλα για αμπέλια και ελιές. 
Οι κάτοικοι της Χώρας ασχολούνται σχεδόν αποκλειστικά με την καλλιέργεια των δύο αυτών τυπικών μεσογειακών φυτών, η οποία φαίνεται προσοδοφόρα, αν κρίνει κανείς από το μέγεθος του χωριού, τα σπίτια, τα σχολεία και τις εκκλησίες. Μεγάλη έμφαση δίνεται στην αμπελλοκαλλιέργεια. Τα κλήματα είναι υψωμένα σε χαμηλές κρεβατίνες και παράγουν επιτραπέζια σταφύλια και κρασοστάφυλα.

Ιστορία της έρευνας-εγκαταστάσεις στους προϊστορικούς και ιστορικούς χρόνους

 Ανασκαφική έρευνα που πραγματοποιήθηκε κατά το 1955 σε υπόγειο σπήλαιο, μεγάλου μήκους, με αλεπάλληλους ακανόνιστους κυκλικούς θαλάμους, διαμέτρου έως και 10 μ., έφερε στο φως κεραμική των νεώτερων νεολιθικών χρόνων. 
Το σπήλαιο, η είσοδος του οποίου έχει σήμερα καταχωσθεί, ονομάζεται Καταβόθρα και βρίσκεται στο νότιο χαμηλότερο τμήμα της Χώρας.



 Η ύπαρξη οικισμού του τέλους της μεσοελλαδικής εποχής, διαπιστώνεται από την έρευνα στην περιοχή των Βολιμιδίων ασύλητου λακκοειδούς τάφου, με μορφή που θύμιζε τους λακκοειδείς τάφους του ταφικού κύκλου A των Μυκηνών. 
Επρόκειτο γιά φυσικό όρυγμα εντός του οποίου είχε διαμορφωθεί λάκκος με κτιστές πλευρές και επικάλυψη από πλακοειδείς λίθους και ξύλα. 
Ο τελευταίος νεκρός είχε ενταφιαστεί σε συνεσταλμένη στάση και ακουμπούσε στο δεξί πλευρό του. Φαρέτρα γεμάτη βέλη είχε τοποθετηθεί μπροστά από το πρόσωπο, ενώ δύο ή τρεις προγενέστεροι νεκροί είχαν παραμεριστεί για να πραγματοποιηθεί ο τελευταίος ενταφιασμός. 
 Γύρω από το νεκρό εντοπίστηκαν χάλκινα μαχαίρια, 41 αιχμές βελών, λίθινη ακόνη, απολεπίσματα πυριτόλιθου, πήλινα σφονδύλια και πάνω από 20, αγγεία ύστερης ΜΕ παράδοσης, πολλά από τα οποία είχαν ασυνήθιστα σχήματα, καθώς και ένα εισηγμένο MM III κύπελλο. 
Την ύπαρξη εκτεταμένου οικισμού των μυκηναϊκών χρόνων μαρτυρεί το νεκροταφείο θαλαμωτών τάφων που ανακαλύφθηκε στη θέση Βολιμίδια, εκ των οποίων 34 έχουν ήδη ερευνηθεί.
 Με την εξαίρεση των τάφων Κεφαλοβρύσου A και Β, καθώς και τάφου στο οικόπεδο Λ. Ρήγα που ανεσκάφησαν από την Αρχαιολογική Υπηρεσία το 1972 και το 1990 αντίστοιχα, οι υπόλοιποι τάφοι ερευνήθηκαν από τον καθηγητή Σπ. Μαρινάτο κατά τα έτη 1952 έως 1954, 1960 και 1964 έως 1965. 
Οι ανεσκαμμένοι τάφοι ανήκαν σε γειτονικές συστάδες που είναι γνωστές από το ονόματα των ιδιοκτητών των αγρών ή την τοποθεσία: πρόκειται για τις ομάδες Αγγελοπούλου (έχουν ανασκαφεί δέκα τάφοι ), Κορωνιού (ερευνήθηκαν έξι τάφοι), Τσουλέα-Βοριά (ανεσκαμμένοι επτά τάφοι), Κεφαλοβρύσου (ερευνήθηκαν επτά τάφοι από το Σπ. Μαρινάτο και δύο από την Θ. Καράγιωργα), καθώς και ο τάφος Μαστοράκη 1 που εντοπίστηκε μεταξύ των ομάδων Αγγελοπούλου και Κορωνιού. 
Ο Σπ. Μαρινάτος ταύτισε την περιοχή των Βολιμιδίων με την Παλαίπυλον, πόλη για την οποία ο Στράβων αναφέρει (8,359) ότι βρισκόταν κάτω από το όρος Αιγαλέον, ενώ από τον J. Chadwick και άλλους ταυτίστηκε με τη θέση pa-ki-ja-ne, κέντρο θρησκευτικής δραστηριότητας άμεσα εξαρτημένο από το ανάκτορο του Εγκλιανού, που αναφέρεται στα κείμενα των πινακίδων της Γραμμικής Β από το ανάκτορο.
 Το 1953 ο Σπ. Μαρινάτος επιχείρησε δοκιμαστική τομή στο κτήμα ιδιοκτησίας Δ. Πατριαρχέα, σε απόσταση περίπου 100 μ. νοτίως της ομάδας Αγγελοπούλου, προκειμένου να εντοπίσει τον οικισμό, με τον οποίο συνδεόταν το νεκροταφείο των Βολιμιδίων. 
Η διερευνητική τομή αποκάλυψε σε βάθος 1 μ. και σε στρώμα με YE III κεραμική τοίχο με διεύθυνση από Βορράν προς Νότον, ενώ χαμηλότερα υπήρχε στρώμα με YE I κεραμική. Κατά την άποψη του ανασκαφέως το δεύτερο στρώμα αποτελούσε αποθέτη.
 Άλλος μυκηναϊκός οικισμός αναφέρεται στη θέση Μεγαμπέλια (1 χλμ. ανατολικά της Χώρας)
Συστάδα θαλαμοειδών τάφων εντοπίστηκε και στο αντίθετο άκρο της Χώρας, όπου ερευνήθηκε τάφος με θάλαμο μικρών διαστάσεων και ακανόνιστο κυκλικό σχήμα, στενό στόμιο και θύρα μεγάλων διαστάσεων. Ο ταφικός θάλαμος παρουσίασε τρεις μικρές κόγχες για ανακομιδές οστών



Αριστερά: Όστρακα από την περιοχή του οικισμού. 
Σύμφωνα με τον Λώλο, το κεραμεικό υλικό από το κατώτερο τμήμα της τομής στον αγρό Πατριαρχέα αντιπροσωπεύει ανάμεικτο οικιστικό στρώμα της ΥΕ Ι-ΙΙΑ φάσεως, -1700/ -1500.
 Οι τάφοι των Βολιμιδίων χρησιμοποιήθηκαν πάλι κατά τα τέλη των γεωμετρικών χρόνων, την αρχαϊκή και από τα τέλη της κλασικής έως και τη ρωμαϊκή εποχή. 
Η μελανή επίχωση που δημιουργήθηκε στο δάπεδο του ταφικού θαλάμου πολλών τάφων δηλώνει την εντατική χρήση τους. 
Ενδείξεις λατρείας ήταν φανερές στις περιπτώσεις νεκρόδειπνων στους δρόμους των τάφων, προσφοράς αγγείων στους νεκρούς και θυσίες ζώων στο εσωτερικό των ταφικών θαλάμων.
 Ακόμη εκτός των μυκηναϊκών τάφων, οι οποίοι χρησιμοποιήθηκαν σε ορισμένες περιπτώσεις γιά μεταγενέστερες ταφές, ο χώρος χρησιμοποιήθηκε σαν νεκροταφείο των ελληνιστικών και ρωμαϊκών χρόνων. 
 Από τους ελληνιστικούς τάφους που έχουν ανασκαφεί στα Βολιμίδια, τέσσερις υπό μορφή ορθογώνιων λάκκων ανοιγμένων στο μαλακό φυσικό πωρόλιθο, αναγνωρίζονται εύκολα μπροστά από τους τάφους 6 και 7 της συστάδας Αγγελοπούλου, άλλη ομάδα αποτελούμενη από δύο κεραμοσκεπείς τάφους και μεγάλο ορθογώνιο λάκκο, αποκαλύφθηκε κοντά σε τάφους της συστάδας Κεφαλοβρύσου, ενώ τρεις κεραμοσκεπείς τάφοι ρωμαϊκών χρόνων εντοπίστηκαν πάνω από τον τάφο Βοριά 2 .
 Κοντά στη συστάδα Κεφαλοβρύσου ήλθε στο φως και εγκατάσταση της ύστερης ελληνιστικής ή ρωμαϊκής περιόδου που ερμηνεύθηκε αρχικά ως μεταλλουργείο.

Σε μικρή απόσταση από τις συστάδες Βοριά και Αγγελοπούλου ερευνήθηκε τμήμα ρωμαϊκού λουτρού31. 

Δεξιά: Βολιμίδια ρωμαϊκό υπόκαυστο + 1ος/ +4ος αι. Στο οικόπεδο Βοριά στα Βολιμίδια ανακαλύφθηκαν από τον Σπ. Μαρινάτο κατάλοιπα μικρού υπόκαυστου από λουτρό ρωμαϊκής περιόδου, το οποίο στον +4ο αι. είχε χρησιμοποιηθεί για χριστιανικές ταφές, γεγονός που οδήγησε και στη μερική καταστροφή του. 
Κατά τις ανασκαφές μέσα στο στρώμα των υπολειμμάτων της καύσης βρέθηκαν κομμάτια αρχαιολογικού γυαλιού, γεγονός που οδήγησε στο συμπέρασμα ότι το λουτρό, τμήμα του οποίου ήταν το υπόκαυστο, φωτιζόταν φυσικά μέσα από υαλοστάσια.

Οι τάφοι

 Οι περισσότεροι τάφοι των ομάδων Αγγελοπούλου, Βοριά και Κορωνιού, καθώς και κάποιοι τάφοι της ομάδας Κεφαλοβρύσου ήταν λαξευμένοι στο μαλακό πωρόλιθο και χαρακτηρίζονται από μεγάλες διαστάσεις και ομοιομορφία στην κατασκευή. 
Οι δρόμοι τους, κατωφερικοί, βραχείς και πλατείς, με κάθετα τοιχώματα, οδηγούν, συνήθως ευρυνόμενοι, προς την είσοδο του τάφου. 
Στο δρόμο του τ. Αγγελοπούλου 2 είχαν διαμορφωθεί βαθμίδες. 
Στην δεξιά πλευρά των δρόμων των τ. Αγγελοπούλου 7 και 9 και στην αριστερή των τ. Αγγελοπούλου 5 και Κεφαλοβρύσου 5 κατασκευάστηκαν θάλαμοι, μικρότερων διαστάσεων από τους κυρίως ταφικούς θαλάμους, που χρησίμευαν για κύριες ταφές, αλλά και ανακομιδές. 
 Η παρουσία πλευρικών δωματίων έχει θεωρηθεί από κάποιους μελετητές ως κριτήριο πρωιμότητας στην χρονολόγηση των θαλαμωτών τάφων, αν και η εμφάνισή τους στους τάφους του Παλαιοκάστρου Αρκαδίας που τοποθετούνται στους YE IIIΓ χρόνους μάλλον αποκλείει την άποψη αυτή.
 Συμμετρικά στο μέσον της κατακόρυφης πρόσοψης διαμορφωνόταν η τετράπλευρη θύρα, το πλάτος της οποίας μειώνεται λίγο προς τα επάνω και ήταν τοιχισμένη με ξερολιθιά ή σπανιότερα με μεγάλη πλάκα. 
 Το στόμιο με τις σχεδόν κατακόρυφες παραστάδες στη θύρα και το οριζόντιο υπέρθυρο ήταν συνήθως αβαθές και ευρυνόμενο προς το εσωτερικό του θαλάμου. 
Ο δρόμος μετά από κάθε ενταφιασμό πληρωνόταν με χώμα που προερχόταν από τη λάξευση του θαλάμου.

Θαλαμωτοί τάφοι στο εκτεταμένο Μυκηναϊκό νεκροταφείο στην Χώρα Μεσσηνίας, -1600 έως -1200
 Οι θάλαμοι παρουσίαζαν συνήθως κάτοψη κυκλική, σε αντίθεση με τους θαλαμωτούς άλλων περιοχών, η πλειονότητα των οποίων είχε σχήμα τετράπλευρο, τραπεζοειδές ή πεταλοειδές και οροφή αετωματική, δίρριχτη ή τετράρριχτη 
Η καμπύλη του κύκλου του θαλάμου, στο τμήμα του το προς το στόμιο και συγκεκριμένα δεξιά και αριστερά της θύρας, άνοιγε πλησιάζοντας την ευθεία. 
Επίσης στην τομή της θόλου και στο σημείο πάνω από την είσοδο η θόλωση, αρχίζοντας πάνω από το υπέρθυρο, σχηματίζει μικρότερο τόξο και συνεπώς είναι πιο απότομη από ότι στο έναντι της εισόδου τόξο, το οποίο αναπτύσσεται ομαλά και κανονικά από το δάπεδο του θαλάμου. Αυτά τα δύο χαρακτηριστικά οφείλονται στην κατασκευή των παραστάδων στο εσωτερικό του στομίου, οι παρειές των οποίων είναι λαξευμένες εντελώς κάθετα και δεν ακολουθούν ούτε την καμπύλη του κύκλου της κάτοψης ούτε και του τόξου της θόλωσης
Η οροφή των θαλάμων είχε σχήμα κυψελοειδούς θόλου, ενώ στο κέντρο της οροφής διαμορφώνεται μικρή ασύμμετρη μαστοειδής κοιλότητα, που είχε ερμηνευτεί από το Σπ. Μαρινάτο ως υποδοχή ξύλινου μηχανικού οδηγού σχήματος ορθογωνίου τριγώνου για την χάραξη των τοιχωμάτων του τάφου. 
 Πάντως την επόμενη χρονιά αμφισβήτησε ο ίδιος αυτή του την παρατήρηση με την αιτιολογία ότι το κέντρο αυτής της κοιλότητας δεν συμπίπτει με το μαθηματικό κέντρο του τάφου. 
Ο Σπ. Ιακωβίδης έδειξε ότι οι κοιλότητες αυτές δεν είχαν κατασκευαστική λειτουργία, αλλά αποτελούσαν αναμφισβήτητη αναφορά στην κλείδα (κεντρική κορυφαία πέτρα) των κτιστών θολωτών τάφων. 
Παράλληλα το σχήμα της κυψελοειδούς θόλου υποδεικνυόταν από το εκφορικό σύστημα στέγασης των θολωτών τάφων, ενώ η διαφορά στην καμπυλότητα που παρατηρείται μεταξύ του τμήματος της θόλου προς τη θύρα και αυτού προς το βάθος είναι φαινόμενο συναφέστερο προς τις στατικές απαιτήσεις των κτιστών θολωτών. 
Θαλαμωτοί τάφοι με κυκλικό θάλαμο, θολοειδή οροφή και κεντρική κοιλότητα στην κορυφή της στέγης είναι γνωστοί ακόμη από την Αρκαδία (Παλαιόκαστρο), Λακωνία (Πελλάνα), Αργολίδα (Μυκήνες), Ηλεία (Αγραπιδοχώρι), Αχάία (Βούντενη Πατρών), Κεφαλλονιά (Κοντογενάδα, Μεταξάτα, Παρισάτα), καθώς και την περιοχή της ΝΑ Σικελίας. Χρονολογικά οι τάφοι αυτοί καλύπτουν ολόκληρη τη μυκηναϊκή εποχή από την YE I (τάφοι Αγγελοπούλου 8,9) μέχρι την ΥΕ ΙΙΙΓ Αγραπιδοχώρι, Βούντενη. 
Στο ερώτημα ποιος από τους δύο τύπους τάφων προηγήθηκε, ο τύπος των κτιστών θολωτών ή των λαξευτών θαλαμωτών, ο Σπ. Ιακωβίδης υποστήριξε ότι οι θολωτοί τάφοι υπήρξαν το πρότυπο, ενώ οι θαλαμωτοί τάφοι στα Βολιμίδια ακόμη και οι αρχαιότεροι που χρονολογούνται στην YE I περίοδο έγιναν κατά απομίμηση των τοπικών μεσσηνιακών θολωτών τάφων. 
Σύμφωνα με τη Δ. Δανιηλίδου αυτός ο τύπος τάφου που μιμείται τους θολωτούς, προοριζόταν για εκλεκτά μεν, δευτερεύοντα δε μέλη των «βασιλικών γενών» ή της άρχουσας τάξης, άποψη που δεν στηρίζεται από την εικόνα του νεκροταφείου των Βολιμιδίων που είναι φανερό ότι αποτελεί το νεκροταφείο όλου του πληθυσμού του οικισμού.
 Οι ενταφιασμοί πραγματοποιούνταν απευθείας στο δάπεδο του ταφικού θαλάμου ή σε ορθογώνιους λάκκους που ανοίγονταν στο δάπεδο. 
Οι νεκροί τοποθετούνταν σε στάση ύπτια, εκτεταμένη και συνεσταλμένη. Στον τ. Κορωνιού 3, τα άκρα των χεριών είχαν τοποθετηθεί στην περιοχή του αιδοίου, ενώ σε μια περίπτωση στον τ. Βοριά 5 είχε χρησιμοποιηθεί προσκεφάλαιο. 
Στην περιφέρεια του δαπέδου του ταφικού θαλάμου λαξεύονταν βόθροι ελλειψοειδούς σχήματος και μικρών διαστάσεων, με διαστάσεις από 0,25 έως 2,00 μ. (μήκος), 0,30 έως 0,80 μ. (πλάτος) και 0,15 έως 0,60 μ. (βάθος). 
Στην περίπτωση του τ. Κορωνιού 6 είχαν διαμορφωθεί κόγχες και σε ύψος στα τοιχώματα του ταφικού θαλάμου. 
 Με την εξαίρεση δύο περιπτώσεων που καλύπτονταν με πλάκες (τ. Τσουλέα-Βοριά 3 και 4), οι υπόλοιπες κόγχες καλύπτονταν με χώμα και χρησίμευαν γιά τις ανακομιδές παλαιότερων ταφών.
 Οι νεκροί κτερίζονταν, ως επί το πλείστον, με αγγεία, ενώ υπήρχαν και περιπτώσεις ακτέριστων ταφών σε λάκκους στο δάπεδο των θαλάμων. Κτερίσματα από πολύτιμο μέταλλο δεν βρέθηκαν.

Τάφοι Κορωνιού

Τάφος 1: Τριπλός, δηλαδή σ’ αυτόν εισέρχεται κανείς µέσω θυρών κατευθείαν από το δρόµο. ∆εν δίνεται αριθµός ταφών, αν και γενικά οι νεκροί κείτονταν εκτάδην στο δάπεδο, ενώ τα οστά των προγενέστερων ταφών βρίσκονται σε «βόθρους» ή κόγχες. Ύπαρξη λίγων κτερισµάτων και ΥΕ Ι κεραµικής.
Τάφος 2: Μικρός τάφος µε δρόµο µήκους 1µ. Στο ανώτερο στρώµα βρέθηκαν 5 συνολικά νεκροί, ενώ στο βαθύτερο αποκαλύφθηκε δεύτερη σειρά νεκρών µαζί µε λείψανα χάλκινου µαχαιριδίου και κεραµική, όλα της ΥΕ ΙΙΙ.
Τάφος 3: Ο τάφος αυτός ανήκει στην κατηγορία των θαλαµοειδών θολοειδών µε την διάµετρο του θαλάµου να είναι 5,3µ. και υψώνεται 2,5µ. πάνω από το δάπεδο. Ο «δρόµος» έχει µήκος 5,3µ., πλάτος εξωτερικά 1,25µ. και 1,75µ. στην είσοδο. Το «στόµιον» ήταν 1,2µ. σε ύψος, 1,1µ. πλάτος και το βάθος του ήταν 0,7µ κάτω και 1,1µ. πάνω, ενώ φρασσόταν µε ξερολιθιά ύψους 0,55µ. και βάθους 0,5µ. Χρονολογείται στην ΥΕ Ι-ΙΙ έως την ΥΕ ΙΙΙ. Η κεραµική του ανήκει στην ΥΕ ΙΙΙ. Ο τάφος περιείχε 7 κόγχες και «βόθρους». Στους βόθρους περιέχονται οστά και κρανία προηγούµενων νεκρών. Στην πρώτη δεξιά κόγχη βρέθηκαν 5 κρανία και ΥΕ Ι κεραµική. Σε άλλο βόθρο βρέθηκε σειρά βελών από πυρίτη, όµοια δε βρέθηκε και δίπλα στο βόθρο του δαπέδου: συνολικά απαντούν 11 βέλη. Ο τάφος περιείχε 5 συνολικά νεκρούς, εκ των οποίων σίγουρα ο ένας είναι γυναίκα. Μαζί τους βρέθηκε ΥΕ ΙΙ και ΙΙΙ κεραµική.
Τάφος 4: Γνωρίζουµε µόνο ότι βρίσκεται δίπλα στον τάφο 1.
Τάφος 5: Μικρός τάφος µε διάµετρο θαλάµου 2µ. ∆εν βρέθηκε σε καλή κατάσταση.
Τάφος 6: Η διάµετρος του θαλάµου υπολογίστηκε στα 2,5µ., ενώ το µήκος του «δρόµου» είναι 3µ. Ακόµα γνωρίζουµε πως υπήρχε δεύτερος θάλαµος που περιείχε 14 κόγχες.


Κορωνιού, τάφος 3
Αριστρά:Κύλικα με ανυψωμένη λαβή. Ανευρέθη στον λάκκο 1. Διακοσμείται με σειρά διπλών πελέκεων ηπειρωτικού τύπου και χρονολογείται στην ΥΕ ΙΙΑ φάση. Δεξιά: Μόνωτος ημισφαιρικός κύαθος. Προέρχεται από τον λάκκο 1 του τάφου. Ακόσμητος στο εξωτερικό, αλλά με ολόβαφο εσωτερικό. Χρον. στην ΥΕ Ι.


Τάφοι Αγγελόπουλου. 


Απέχουν 150µ ∆. των τάφων Κορωνιού.
Τάφος 1: Η διάµετρος του θαλάµου, που είχε καταρρεύσει, ήταν 5,9µ. Α.-∆. και 6,1µ. Β.-Ν., ενώ το µέγιστο σωζόµενο ύψος του έφτανε τα 2,2µ. Στο δάπεδο υπήρχαν δύο λάκκοι: ο ένας, διαστάσεων 1,4Χ0,45Χ0,4µ., µε ελάχιστα ανθρώπινα οστά µυκηναϊκής εποχής, ο άλλος, διαστάσεων 2Χ0,85Χ0,6µ., µε άθικτο γυναικείο σκελετό κτερισµένο µε µία περόνη. Η κεραµική του καλύπτει τις ΥΕΙΙ και ΙΙΙ, Ελληνιστική και Ρωµαϊκή περιόδους.
Τάφος 2: Η διάµετρος του θαλάµου είναι 3,9µ., το σωζόµενο ύψος 2,55µ., ενώ πρέπει να σηµειωθεί ότι το ανώτερο τµήµα της έχει καταστραφεί. Ο «δρόµος» µε κατεύθυνση προς ∆. κατέληγε µετά από 5 βαθµίδες σε µια επίπεδη περιοχή πριν την είσοδο. ∆εν έχουµε στοιχεία για ταφές, εύρεση κεραµικής ΥΕ ΙΙΙ και µίας αιχµής κυνηγετικού βέλους. Ουσιαστικά πρόκειται για τεµάχιο πυριτίου, πριονοειδώς επεξεργασµένου. Ίχνη ελληνιστικής λατρείας.
Τάφος 4: Η διάµετρος του θαλάµου είναι 5,1µ., το σωζόµενο ύψος 3µ., ενώ πρέπει να σηµειωθεί ότι το ανώτερο τµήµα της έχει καταστραφεί. Υπάρχουν 8 λάκκοι στο δάπεδο του θαλάµου διαταγµένοι περιφερειακά. Ο τάφος χρονολογείται στην ΥΕΙ–ΥΕ ΙΙΑ. (κύπελλο τύπου Βαφειού και οπισθότµητη πρόχους ανάµεσα στα άλλα).
Τάφος 5: Η διάµετρος του θαλάµου είναι 4µ., το σωζόµενο ύψος 2,25µ., ενώ πρέπει να σηµειωθεί ότι το ανώτερο τµήµα της έχει καταστραφεί. Υπήρχε πλευρικός θάλαµος στον «δρόµο», στην Β πλευρά, µε θάλαµο διαµέτρου 1,3µ. και σωζόµενο ύψος 1µ.
Τάφος 6: Το ανώτερο τµήµα του θαλάµου είχε καταστραφεί. ∆εν υπάρχουν άλλες πληροφορίες. Στο δρόµο του τάφου βρέθηκε σκελετός µεγαλόσωµου άνδρα (ύψος 1.90µ) προβληµατικής χρονολόγησης, πιθανόν ρωµαϊκής περιόδου, όπως και το υλικό που προήλθε από το ίδιο επίπεδο. Στο νεκρικό θάλαµο (µάλλον) βρέθηκαν 2 νεκροί, κτερισµένοι µε πλούσια κεραµική.

Κατά τον Μαρινάτο, πρόκειται για «ηρωικούς κυνηγούς θηρίων», τους οποίους φαίνεται ότι λάτρευαν οι µεταγενέστεροι µέχρι και τη Ρωµαϊκή εποχή

Δεξιά: Σωρός αγγείων από τον θαλαμωτό Τάφο 6 στα Βολιμίδια. Ο θαλαμωτός τάφος 6 στα Βολιμίδια ήταν από τους πιο ενδιαφέροντες, καθώς βρέθηκαν εκεί ολόκληρος σκελετός ζώου και σωρός περίπου 50 μυκηναϊκών αγγείων που αποτελούσαν τα κτερίσματα του τάφου. Στην κορυφή του σωρού βρέθηκε άθικτο ένα τελετουργικό ρυτό με τρεις κεφαλές ζώων. Εδώ διακρίνονται μερικά από τα κτερίσματα του σωρού, ανάμικτα με οστά του νεκρού, αλλά και με οστά μεγάλων ζώων. Διακρίνονται ψευδόστομοι αμφορίσκοι, οινοχόες, μικρές υδρίες, θήλαστρα και άλλοι τύποι αγγείων.

Τάφος 7: Το ανώτερο τµήµα του θαλάµου είχε καταστραφεί. ∆εν υπάρχουν άλλες πληροφορίες. Ο τάφος χρονολογείται στην ΥΕΙ βάσει ενός κυπέλλου τύπου Βαφειού και µιας πρόχους.

Τάφος 8: θαλαµοειδής θολοειδής. Ο «δρόµος» του ανοιγόταν προς ∆., είναι κατηφορικός µε κάθετα τοιχώµατα και πλάτος διευρυνόµενο προς την είσοδο του τάφου. Η θύρα του µε µειούµενο προς τα επάνω πλάτος, οδηγεί σε αβαθές «στόµιον», που φρασσόταν µε ξερολιθιά. Η διάµετρος του θαλάµου του είναι 4,28µ. και το ύψος του 2,67µ. Στο πίσω µέρος του θαλάµου εντοπίστηκαν δύο κόγχες και κοντά τους αναφέρονται ανθρώπινα οστά συγκεντρωµένα. Αριστερά στην είσοδο κείτεται κατά χώραν ένας εκτάδην σκελετός. Ο τάφος χρονολογείται στην ΥΕΙ – ΥΕΙΙ, βάσει ευρηµάτων κεραµικής. 

Δεξιά: Βολιμίδια Χώρας: Κάτοψη και τομή Θαλαμοειδούς τάφου 8 ομάδος Αγγελοπούλου(Ιακωβίδη 1966)

Τάφος 9: θαλαµοειδής θολοειδής. Ο «δρόµος» του ανοιγόταν προς ∆., είναι κατηφορικός µε κάθετα τοιχώµατα και πλάτος διευρυνόµενο προς την είσοδο του τάφου. Η θύρα του µε µειούµενο προς τα επάνω πλάτος οδηγεί σε αβαθές «στόµιον». Η διάµετρος του θαλάµου είναι 4,3µ. και το ύψος 2,5µ. Σηµειώνεται η ύπαρξη πλευρικού θαλάµου στον «δρόµο», προς τα Β. Με βάση την κεραµική ο τάφος χρονολογείται στην ΥΕΙ – ΥΕΙΙΑ.
Τάφος 10: Η διάµετρος του θαλάµου εκτιµάται στα 4,5µ., το σωζόµενο ύψος στα 2,35µ., ενώ το ανώτερο τµήµα του έχει καταστραφεί. Ο «δρόµος» ανασκάφηκε σε µήκος 3µ. – η ανασκαφή δεν έχει ολοκληρωθεί – και το πλάτος του είναι 1,55µ. στην είσοδο. Το «στόµιον» έχει τις εξής διαστάσεις: 1,7µ. ύψος, 1,3µ. πλάτος στο δάπεδο και 1,1µ. επάνω, ενώ πρέπει να αναφερθεί ότι φρασσόταν µε ξερολιθιά. Ο Boyd τον χρονολογεί στην µετα-µυκηναϊκή.
Τάφος 11: Η διάµετρος του θαλάµου είναι 4,6µ., το σωζόµενο ύψος 2,4µ., ενώ το ανώτερο τµήµα του έχει καταστραφεί. Ο «δρόµος» ανασκάφηκε σε µήκος 2,5µ. µε κατεύθυνση προς ∆. – η ανασκαφή δεν έχει ολοκληρωθεί – και το πλάτος του είναι 1,95µ. στην είσοδο. Το «στόµιον» έχει τις εξής διαστάσεις: 1,8µ. ύψος, 0,95µ. πλάτος στο δάπεδο και 0,8µ. επάνω. Ο λίθινος τοίχος που έφρασσε την είσοδο του τάφου διατηρήθηκε έως το ύψος του 1,2µ. Ο Μαρινάτος σηµειώνει την ύπαρξη ενός αβαθούς λάκκου στον «δρόµο», ενώ στο θάλαµο 10 κόγχες διατάσσονται ακτινωτά στο δάπεδο και ένας ακόµα λάκκος στο κέντρο 1,75Χ0,65Χ0,28µ, που πιθανόν χρονολογείται µετά το τέλος της µυκηναϊκής περιόδου. Στον θάλαµο εντοπίστηκαν συνολικά πάνω από 47 κρανία, αλλά φαίνεται να ανήκουν σε µεταγενέστερη της µυκηναϊκής περίοδο. Η πρώτη χρήση του τάφου ανάγεται στην ΥΕΙ από ένα κύπελλο τύπου Βαφειού, ενώ εκτεταµένη χρήση παρουσιάζει µετά το πέρας των µυκηναϊκών χρόνων.



Βολιμίδια, θαλαμωτοί τάφοι συστάδας Αγγελόπουλου. Η συστάδα θαλαμωτών τάφων στο οικόπεδο Αγγελόπουλου στα Βολιμίδια Χώρας ήταν από τις πρώτες που ξεκίνησε να ανασκάπτει ο Σπυρίδων Μαρινάτος το 1952, όταν άρχισαν ξανά οι αρχαιολογικές έρευνες στην Πυλία που είχαν διακοπεί λόγω του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. 
Η έρευνα, που συνεχίστηκε και τα επόμενα χρόνια, αποκάλυψε συνολικά 11 τάφους με βραχείς δρόμους με κατωφερή δάπεδα και θαλάμους κυκλικούς που συγκλίνουν σε θόλο. Ο τάφος 4 περιείχε κυρίως ρωμαϊκά και υστερορωμαϊκά αντικείμενα, από την επανάχρησή του, ο τάφος 5 περιείχε αγγεία γεωμετρικής εποχής καθώς YE αντικείμενα από χαλκό και πηλό. 
Ο πιο ενδιαφέρων τάφος ήταν ο 6, ο οποίος περιείχε μελαμβαφή και υστερογεωμετρικά αγγεία καθώς και ρωμαϊκή terra sigillata σε στρώμα επίχωσης. Κάτω από την επίχωση αυτή όμως αποκαλύφθηκε τελετουργικό ρυτό με τρεις κεφαλές ζώων, ελαφιών και βοδιού, το οποίο βρισκόταν στην κορυφή σωρού από 50 μυκηναϊκά αγγεία. 
Οι δύο νεκροί του τάφου ίσως ήταν κυνηγοί, οι οποίοι τιμήθηκαν ως αφηρωισμένοι νεκροί και σε κατοπινές εποχές.Η πλειονότητα των μυκηναϊκών αγγείων από τους τάφους της ομάδας Αγγελόπουλου είναι κύπελα τύπου keftiu, ψευδόστομοι αμφορείς και αμφορίσκοι κλπ.

Αριστερά: Τάφος 6, Αγγελόπουλου. -14ος/ -13ος αι. Τριποδικό ρυτό με σφαιρικό σώμα, κάθετη λαβή και ψηλό λαιμό, ο οποίος φέρει έξεργο δακτύλιο και καταλήγει σε πεπλατυσμένο οριζόντιο χείλος. Πρόκειται για ιδιόμορφο αγγείο, θρησκευτικού χαρακτήρα, το οποίο φέρει οπές στον πυθμένα, στα τρία πόδια του καθώς επίσης και στα τρία πλαστικά ζωόμορφα διακοσμητικά στοιχεία τα οποία εκφύονται γύρω από το λαιμό του. Δεξιά:Υδρία γεωμετρικής περιόδου, πιθανώς κορινθιακό εργαστήριο -740/ -730. Κτέρισμα Τάφος 4, Αγγελόπουλου. Η διακόσμησή της, από οριζόντιες παράλληλες γραμμές, που διακόπτονται κατά τόπους από κάθετες γραμμές ζιγκ ζαγκ μέσα σε πλαίσιο, παρουσιάζει διχρωμία, ίσως από κάποια ατέλεια στο ψήσιμο.

















Τάφοι Βοριά.

Οι τάφοι Βοριά σε παλιότερες εκθέσεις αναφέρονται ως τάφοι Τσουλέα. Βρίσκονται 100µ. Α. της συστάδας Αγγελόπουλου.
Τάφος 1: Θαλαµοειδής θολοειδής. Η διάµετρος του θαλάµου ήταν 4,8µ. και το ύψος του 3,25µ. Ο «δρόµος» είχε 7µ. µήκος και πλάτος 2,15µ. έξω από το «στόµιον», ενώ πάνω από 1µ. στην εξωτερική του πλευρά. Το «στόµιον» έχει τις εξής διαστάσεις: 1,75µ. ύψος, 1,2µ. πλάτος στο δάπεδο και 1,1µ. επάνω. Το εσωτερικό του είναι άθικτο. Στο πίσω µέρος του θαλάµου εντοπίστηκε λάκκος διαστάσεων 1,9Χ0,8Χ0,4µ. Σε διάφορα στρώµατα υπήρχαν ίχνη ανθρώπινων οστών, ενώ κυκλικά στην περιφέρεια του τάφου υπήρχαν 9 κόγχες, περιέχουσες λείψανα οστών και κρανίων. Κατά µέσον όρο κάθε κόγχη περιείχε 2 κρανία. Βρέθηκε µόνον ένας εκτάδην σκελετός67. Ίχνη υστερότερης, ίσως τυχαίας, εισροής οστών ζώων στον τάφο. Βάσει της κεραµικής ο τάφος χρονολογείται στην ΥΕΙΙ – ΥΕΙΙΙ.
Τάφος 1α : Θαλαµοειδής θολοειδής. Έχει «δρόµο» προς ΒΑ.Ανοίχθηκε στο µέσον της αριστερής πλευράς του δρόµου του Τάφου 1. Το µέγιστο µήκος της διαµέτρου του θαλάµου ήταν 3,15µ. και το ελάχιστο 2,7µ., το µέγιστο σωζόµενο ύψος του τάφου ήταν 0,9µ. και το «στόµιον» είχε πλάτος 0,7µ. Η οροφή του θαλάµου είχε καταρρεύσει. Στο µέσον του δαπέδου υπάρχει λάκκος µε δύο νεκρούς, ενώ εντοπίστηκαν ακόµα τρεις βόθροι. Κεραµική ΥΕΙΙ.
Τάφος 2: Πρόκειται µάλλον για παιδικό τάφο της ΥΕΙΙΙ. Σε αβαθή λάκκο, κοντά σ’ αυτόν και σε 3 µικρούς βόθρους στην περιφέρεια του τάφου µετρήθηκαν συνολικά 6 νεκροί, όλα παιδιά και έφηβοι, κτερισµένοι µε κεραµική. Ακέραιος διατηρήθηκε ο λίθινος τοίχος που έφρασσε την είσοδο του τάφου, ενώ ο «δρόµος» µε κατεύθυνση ΒΑ. –αντίθετα µε τον Α.-∆. προσανατολισµό των περισσότερων τάφων- δεν ανασκάφηκε. Ίχνη ρωµαϊκής χρήσης.
Τάφος 3: Ο «δρόµος» µε κατεύθυνση Β. –αντίθετα µε τον Α.-∆. προσανατολισµό των περισσότερων τάφων- δεν ανασκάφηκε. Στο δάπεδο ήταν σκαµµένοι 3 ορθογώνιοι λάκκοι. Στον πρώτο βρέθηκαν οστά προγενέστερου νεκρού µαζί µε µία µεγάλη και καλά διατηρηµένη αιχµή δόρατος, γύρω στις 24 χάλκινες και λίθινες αιχµές βελών, πλατιά σµίλη και 4 µικρά αγγεία ΥΕΙΙΙ. Στο βάθος του λάκκου βρίσκονταν οι δύο νεκροί εναγκαλισµένοι. Πρόκειται για συζύγους είτε για µητέρα και κόρη (λόγω του µικρού αναστήµατος του ενός). Είναι ενδιαφέρον ότι οι δύο νεκροί πρέπει να πέθαναν συγχρόνως. Ο δεύτερος λάκκος περιείχε έναν πλήρως καταστραµµένο σκελετό. Ο τρίτος -ο µεγαλύτερος- χρησιµοποιήθηκε ως οστεοφυλάκιο µάλλον, καθώς περιείχε 7 κρανία και ισάριθµα αγγεία. Σε κόγχη στον τάφο βρέθηκαν λίγα οστά, αλλά κανένα κτέρισµα. Τέλος, υπήρχε µικρός βόθρος, χωρίς στοιχεία του περιεχοµένου του.



Αριστερά: Τριπλό αγγείο προσφορών Τριπλός κέρνος, -1.450/ -1.100. Τάφος 1, Βοριά (κληροδότημα Τσουλέα). Πήλινο σύνθετο αγγείο που αποτελείται από τρεις όμοιες πυξίδες. Τα επιμέρους αγγεία έχουν επίπεδη βάση, κυλινδρικό σώμα, υποτυπώδη λαιμό και κλειστό στόμιο με όρθιο χείλος που τείνει προς τα έξω. Κάθε πυξίδα στο ύψος του ώμου φέρει δύο ζεύγη αντικριστών κατακόρυφων λαβών. Στον κορμό και στο λαιμό διακοσμούνται με γραπτό διάκοσμο. Μεγάλη υπερυψωμένη λαβή ενώνει τα τρία αγγεία. Πιθανότατα το αγγείο χρησιμοποιήθηκε στην ολοκλήρωση του τελετουργικού των ταφικών εθίμων αποδίδοντας τις τελευταίες χοές στην μνήμη του νεκρού (με τριών ειδών υγρά: νερό, κρασί, γάλα, μέλι ή λάδι). Τα σύνθετα σκεύη αποτελούν χαρακτηριστικό γνώρισμα κυρίως της Ύστερης Μυκηναϊκής Εποχής (ΥΕ ΙΙΙ Β-Γ), αν και αρχαιολογικά παράλληλα έχουν βρεθεί στην Κρήτη και σε προτιμότερη περίοδο. Η έντονη επαφή των Μυκηναίων με την Ανατολή οδήγησε στην υιοθέτηση των εν λόγω αγγείων στον Ελλαδικό Πολιτισμό. Πρόκειται για τελετουργικού χαρακτήρα σκεύη που απαντώνται συνήθως σε ιερά και τάφους. Δεξιά: Πρόχους με ηθμό Τσαγιέρα, περ. -1200. Τάφος 5 της ομάδας Βοριά-Τσουλέα Χρηστικό αγγείο από πηλό υπόλευκου χρώματος, με σφαιρικό σώμα, ψηλό λαιμό και την χαρακτηριστική οπή για την ροή του υγρού λίγο χαμηλότερα από τους ώμους του αγγείου. Τόσο στο στόμιο όσο και εσωτερικά του χείλους φέρει μικρές οπές σαν σουρωτήρι. Η συνολική εικόνα του αντικειμένου προσομοιάζει στην γνωστή μας ‘τσαγιέρα’ εξ ου και η ονομασία.
Τάφος 4: Συληµένος. Το άνω µέρος του θαλάµου είχε καταρρεύσει. Στο δάπεδο υπήρχαν 5 βόθροι και ένας αβαθής λάκκος, όπου βρέθηκε ένας µεγάλος σκελετός (µήκος 1,75µ). Σε κόγχες βρέθηκαν 5 κρανία. Η χρονολόγησή του δεν δίνεται πουθενά.
Τάφος 5: Η οροφή του θαλάµου είχε καταστραφεί αλλά δεν είχε καταρρεύσει στη ρωµαϊκή περίοδο. Συνολικά εντοπίστηκαν 6 ή 7 κρανία (το λιγότερο), 2 από τα οποία περιέχονταν σε ισάριθµους λάκκους. Επίσης, στο δάπεδο του τάφου υπήρχαν 6 κόγχες ή βόθροι. Μεταξύ των ευρηµάτων του τάφου συγκαταλέγεται ένα µονόστοµο µαχαίρι µε 4 ήλους –ίσως εργαλείο- και άφθονη κεραµική ΥΕΙΙΙ.
Τάφος 6: Κατά την ανασκαφή, καταστράφηκε το ανώτερο τµήµα του τάφου αυτού. Πρέπει να σηµειωθεί ότι το «στόµιον» φρασσόταν πλήρως µε λίθινο τοιχάριο. Εντοπίστηκαν δύο λάκκοι, ένας στο Β. και ένας στο Ν. µισό του τάφου. Στο δάπεδο βρέθηκαν δύο εκτάδην σκελετοί, καθώς επίσης οστά και κρανία κοντά στο πίσω µέρος του θαλάµου. ∆ύο ακόµα νεκροί είχαν αποτεθεί στο δάπεδο του τάφου. Στο Β. λάκκο βρέθηκαν δύο κρανία και κεραµική ΥΕΙΙΙΑ, ενώ στο Ν. επίσης δύο κρανία, άλλα οστά, χάλκινο εγχειρίδιο καλά διατηρηµένο (µήκος 0,22µ.) και 3 µικρά αγγεία της ΥΕΙΙΙΑ-Β. Χαµηλότερα εντοπίστηκε και άλλος σκελετός.
Τάφος 7: Θαλαµοειδής θολοειδής. Η διάµετρος του θαλάµου ήταν 5,25µ, ενώ το ύψος του 2,75µ. Ο «δρόµος» µε κατεύθυνση προς Α. είχε 5,75µ. µήκος, πλάτος 1,75µ. έξω από το «στόµιον», ενώ 1,29µ. στην εξωτερική του πλευρά. Το «στόµιον» έχει τις εξής διαστάσεις: 1,45µ. ύψος, 1µ. πλάτος στο δάπεδο και 0,89µ. επάνω. Το πάχος του τοιχαρίου που έφρασσε το «στόµιον» υπολογίζεται σε 0,85µ. περίπου στο δάπεδο και 0,6µ. επάνω. Στο δάπεδο βρέθηκαν ελάχιστα οστά, 16 αγγεία, ψήφοι και περιδέραια. Ο τάφος χρονολογείται βάσει κεραµικής στην ΥΕΙΙΙΑ-Β.

Τάφος 1 Μαστοράκη

Εντοπίστηκε στα µέσα της απόστασης µεταξύ των συστάδων Αγγελόπουλου και Κορωνίου. Το δάπεδο είχε 3 λάκκους και στα τοιχώµατα 2 κόγχες, όλα συληµένα. Ωστόσο, βρέθηκαν γλωσσοειδές µαχαίρι, λείψανα ενός ή δύο άλλων, ψήφοι και γεωµετρικό αγγείο.
Δεξιά: Θαλαμωτός τάφος Μαστοράκη, Βολιμίδια -1600/ -1400. Ανασκάφηκε από τον Σπ. Μαρινάτο το 1954. Είχε συληθεί ολοσχερώς κατά τη διάρκεια της Ενετικής περιόδου και για το λόγο αυτό ανακαλύφθηκαν ασημένια βενετικά νομίσματα, μαζί με ελάχιστα αρχαία αντικείμενα, όπως ένα γλωσσοειδές μαχαίρι, χάντρες από υαλόμαζα και μια τριφυλλόσχημη πρωτογεωμετρική πρόχους.


Τάφοι Κεφαλόβρυσου

Ο Λακοειδής Τάφος 1: Κοντά στους τάφους αυτούς, αλλά ξεχωριστός, ο λακκοειδής τάφος «Κεφαλόβρυσου 1». Ήταν παραλληλόγραμμος, μήκους 3.60μ. και πλάτους 1.25μ.
Ήταν καλυμμένος με πλάκες στηριζόμενες σε ξύλινες δοκούς.Ο τελευταίος νεκρός ήταν σε συνεσταλμένη θέση στο δεξί πλευρό, χάριν του οποίου είχαν παραμερισθεί 2-3 παλαιότεροι νεκροί. Ο τάφος ήταν πλουσιότατος σε ευρήματα, ανάμεσα στα οποία υπήρχαν και μερικά σπάνια αγγεία. Η αρχιτεκτονική του τάφου και τα κτερίσματα τον χρονολογούν στη μεταβατική ΜΕ/ ΥΕ περίοδο, -1800 έως -1700.
 Tα κτερίσματα του τάφου έχουν πολύ ενδιαφέρον. Πλην των αγγείων, έδωσε: 5 μαχαίρια, 48 βέλη πυριτόλιθου, ακόνες (που αφορούν τα μαχαίρια, αλλά και τα βέλη) και απολεπίσματα πυρίτου, που μπορεί να σημαίνουν είτε την επί τόπου κατασκευή βελών για λόγους ταφικούς είτε την τοποθέτηση των απολεπισμάτων μαζί με τα βέλη, για να υποσημειώσουν την εκ μέρους του νεκρού κατασκευή τους. Τέτοιου είδους ευρήματα - θεωρητικά - πρέπει να ανήκουν σε άνδρα. Ο τύπος των μαχαιριών δεν μας επιτρέπει να τον ονομάσουμε πολεμιστή, γιατί δεν πρόκειται για ξίφη.Τα βέλη μπορούν να μας οδηγήσουν σ' ένα άξιο κυνηγό, αλλά και χειροτέχνη.
 Για να έχει τις ακόνες και τους «δονακοτρίπτες» μπορεί να σημαίνει ότι μόνος του τα κατασκεύαζε, τα χρησιμοποιούσε στο κυνήγι, και, στη συνέχεια, χρησιμοποιούσε τα μαχαίρια για την "εκμετάλλευση" του κυνηγιού - το κόψιμο του κρέατος, την επεξεργασία των δερμάτων, το ξεχώρισμα των μαλλιών. Η ύπαρξη απολεπισμάτων πυρίτη στους τάφους είναι συχνή και συνήθως συνδέεται με τη ύπαρξη βελών εκεί.

 Αυτό μπορεί να εξηγηθεί με διάφορους τρόπους: ο ένας είναι ότι τα βέλη κατασκευάζονταν επί τόπου για την (κατά Μαρινάτο) «ομοβροντία» και είχαν, δηλαδή, καθαρά ταφική χρήση. Ο άλλος είναι ότι προϋπήρχαν και τοποθετούνταν ως κτερίσματα, ώστε, στην "άλλη ζωή", ο «νεκρός» να μπορεί να κατασκευάσει κι άλλα.
Δεξιά: Φωτογραφία από τις ανασκαφές του Μαρινάτου στον θαλαμοειδή τάφο Κεφαλόβρυσου το 1965. Εικονίζεται σωρός κτερισμάτων και συγκεκριμένα αγγεία που απαρτίζονται από δύο κύπελλα ενωμένα με λαβή και σωληνοειδές στέλεχος στο ύψος της κοιλίας. Τον τύπο αυτό αγγείου ο Μαρινάτος χαρακτήρισε ως “δέπας αμφικύπελλον”.

Τάφος 2: Θαλαµοειδής θολοειδής68. Η διάµετρος του θαλάµου είναι 3,7µ. και το ύψος του 3,55µ. Ο «δρόµος» µε κατεύθυνση στα Β. ανασκάφηκε τµηµατικά και είχε στη ∆. πλευρά του µια κόγχη κατάλληλη για ταφές, που κλεινόταν µε πλάκα. Το «στόµιον» έχει 1,7µ. ύψος και 1,1µ. πλάτος. Οι ταφές και τα κτερίσµατά τους είναι ταραγµένα. Στην κόγχη στον «δρόµο», βρέθηκε ένας εκτάδην σκελετός που χρονολογείται στην ΥΕΙΙΙ και από πάνω του ένας ακόµα σκελετός υστερότερης χρονολόγησης. Στην είσοδο, βρέθηκαν δύο εκτάδην σκελετοί αβέβαιης χρονολόγησης. Κάτω από τον δεξιό νεκρό υπήρχαν λάκκοι ή λακκοειδείς κοιλότητες µε ΥΕΙ-ΙΙ αγγεία. Στην περιφέρεια του θαλάµου υπήρχαν 8 κόγχες µε κρανία, οστά και αγγεία της ΥΕΙΙΙΑ-Β. Ίδιας εποχής ήταν τα οστά και τα αγγεία του δαπέδου της θόλου, όχι υστερότερα. Σε µεγαλύτερο βάθος βρέθηκαν µυκηναϊκός σκελετός παιδιού µε κεραµική και ειδώλια, και ένας υστερότερος. Τέλος, στο µυκηναϊκό δάπεδο της θόλου βρέθηκαν πινάκιο, «ταψιά» και κρανίο µικρού βοδιού.
Τάφος 3: Θαλαµοειδής θολοειδής. Η διάµετρος του θαλάµου είναι 4,3µ. περίπου, ενώ ο «δρόµος» δεν ανασκάφηκε. Οι διαστάσεις του «στοµίου» δεν έχουν καταγραφεί, αλλά το τοιχίο που έφρασσε την είσοδο του τάφου, εφόσον βρέθηκε ακέραιο, µας δίνει µια εικόνα µέσω των διαστάσεών του: 0,7-0,75µ. πάχος στο δάπεδο και 0,4-0,45µ. επάνω. Ταφές: στη θύρα βρέθηκαν δύο κρανία. Στο δάπεδο, ένας λάκκος µε µία γυναικεία ταφή. Υπάρχουν και άλλοι 2 λάκκοι, µικρότεροι, κενοί. Στα τοιχώµατα του θαλάµου διατάσσονται ακτινωτά 8 κόγχες µε υπολείµµατα κρανίων ή οστών. Στην κόγχη «1» βρέθηκαν όπλα και σε άλλη κόγχη βρέθηκε απολέπισµα πυρίτη. Μαζί του βρέθηκε και µονόστοµο µαχαίρι.
Τάφος 4: Η διάµετρος του θαλάµου, που έχει καταστραφεί στην κορυφή, είναι 3,8µ. και το αρχικό ύψος του υπολογίζεται στα 2µ. Ο «δρόµος», µε κατεύθυνση προς ∆. έχει 1,75µ. πλάτος στο στόµιο και 1,35µ. στην εξωτερική πλευρά του, ενώ το «στόµιον» είναι 1,29µ. σε ύψος, 0,92µ. πλάτος στο δάπεδο και 0,87 επάνω και το βάθος/µήκος του είναι 0,75µ. Στο δάπεδο του θαλάµου υπήρχαν τρεις λάκκοι. Σ’ έναν από αυτούς βρέθηκαν δύο κρανία. Εντός του δρόµου βρέθηκαν λείψανα κρανίου, λίγων οστών και όστρακα. Ο τάφος χρονολογείται στην ΥΕΙΙΙ βάσει κεραµικής.


Τάφος 5: Η διάµετρος του θαλάµου είναι 3,6µ., ο «δρόµος», µε κατεύθυνση προς Ν, έχει µήκος 3,2µ. και πλάτος 1,4µ. και φαίνεται να οδηγούσε κατευθείαν στον θάλαµο, αφού στο σχέδιο απουσιάζει στόµιο (εικ. 13α και β). Στο δάπεδο του θαλάµου υπάρχει ένας λάκκος και στα τοιχώµατα έχουν ανοιχθεί δύο κόγχες. Στο δάπεδο υπήρχαν πολλά κρανία και ΥΕΙ αγγεία. Σπουδαίο και περίεργο εύρηµα θεωρήθηκε η παρουσία στο δάπεδο ενός κρανίου, δίπλα στο οποίο υπήρχαν 5 χαυλιόδοντες αγριόχοιρου, δύο λίθινες ακόνες και λίθινος πέλεκυς από οφίτη(µάλλον τελετουργικό).
Τάφος 6: Η διάµετρος του θαλάµου, που έχει τελείως καταρρεύσει, είναι 3,2µ., ενώ ο «δρόµος», µε κατεύθυνση προς Ν. έχει µήκος 2,5µ. περίπου. Το «στόµιον», βάσει του σχεδίου έχει τις εξής διαστάσεις περίπου: 1,15µ. πλάτος, άγνωστο ύψος και βάθος/µήκος 0,2µ. Στο δάπεδο του θαλάµου βρέθηκαν 2 λάκκοι και 3 κόγχες στα τοιχώµατα του. Ορισµένα οστά, κρανία αλλά και κεραµική ΥΕΙ – ΥΕΙΙΙ αναφέρονται από τον τάφο αυτό.
Τάφος 7: Από τον συγκεκριµένο τάφο ανασκάφηκε µόνο ο θάλαµος, χωρίς να υπάρχουν και πολλές πληροφορίες από την ανασκαφή του γενικά. Πολλά κρανία σηµειώνει ο Μαρινάτος και ελάχιστα αγγεία ΥΕ Ι.

Δεξιά: Γυναικείο λατρευτικό ειδώλιο τύπου Ψ. Βολιμίδια: -13ος αιώνας

Τάφος Α: Θαλαµοειδής θολοειδής. Απέχει 10,5µ από τον τάφο 3. Η διάµετρος του θαλάµου, η οροφή του οποίου έχει καταστραφεί, είναι από Β.-Ν. 3,7µ. και από Α.-∆. 3,85µ., ενώ το ύψος του υπολογίστηκε σε 2,4µ. Ο «δρόµος» µε κατεύθυνση προς Ν. και το «στόµιον» δεν ανασκάφηκαν, αλλά σηµειώθηκαν οι διαστάσεις του στοµίου: 1,2µ. ύψος και 0,98µ. πλάτος. Αξίζει να αναφερθεί ότι διατηρήθηκε ακέραια η ξερολιθιά που έφρασσε το «στόµιον». Στο κέντρο του θαλάµου υπήρχαν ένας σκελετός σε συνεσταλµένη στάση και δύο σκελετοί εν αταξία. Περιφερειακά, υπήρχαν σωροί οστών προγενέστερων νεκρών, µετά την αφαίρεση των οποίων αποκαλύφθηκαν 5 λάκκοι µε τουλάχιστον ισάριθµες ταφές, οι οποίοι είχαν τις ακόλουθες διαστάσεις: λάκκος 1: 1,3Χ0,35-0,5Χ0,4µ., λάκκος 2: µικρός- βάθους 0,5µ.- λάκκος 3: 0,7Χ0,35Χ0,20µ., λάκκος 4: 0,9Χ0,4Χ0,3µ. και τέλος ο λάκκος 5: 0,62Χ0,5Χ0,3µ. Στον µεγαλύτερο, «λάκκο 1», µεταξύ των οστών βρέθηκαν 3 αιχµές βελών από οψιανό και 3 από πυριτόλιθο. Στη µία κόγχη υπήρχε κύπελλο τύπου «Keftiu» της ΥΕΙ.
Τάφος Β: Θαλαµοειδής θολοειδής. Απέχει 9,8µ από τον τάφο 3. Η διάµετρος του θαλάµου, ο οποίος διατηρήθηκε ακέραιος, είναι 3,75-4µ. και το ύψος του 2,65µ. Ο «δρόµος» µε κατεύθυνση προς ∆ και το «στόµιον» δεν ανασκάφηκαν, αλλά σηµειώθηκαν οι διαστάσεις του στοµίου: 1,2µ. ύψος και 1,2µ. πλάτος στο δάπεδο και 1,1µ. επάνω, που φρασσόταν από ξερολιθιά η οποία είχε καταρρεύσει εν µέρει. Περιλαµβάνει 4 λάκκους και 1 κόγχη στο τοίχωµα στα Ν∆, η οποία επίσης φρασσόταν µε ξερολιθιά, ενώ στο εσωτερικό του µετρήθηκαν τουλάχιστον 13 νεκροί. Οι λάκκοι είχαν τις εξής διαστάσεις: λάκκος 1: 1Χ0,5Χ0,3µ., λάκκος 2: 1,85Χ0,45Χ0,23µ., λάκκος 3: 1,5Χ0,45Χ0,2µ. και ο λάκκος 4: 1Χ0,5Χ0,2µ. Στο δάπεδο του θαλάµου βρέθηκαν τρεις εκτάδην σκελετοί και κεραµική της ΥΕΙΙΙ. Στην κόγχη βρέθηκαν κρανίο, λεπτά οστά, χάλκινο µονόστοµο µαχαίρι µε 2 ήλους και κεραµική ΥΕΙΙΑ, αλλά και στον «λάκκο 1» υπήρχαν ελάχιστα οστά, ένα κρανίο, χάλκινο µονόστοµο µαχαιρίδιο καλής διατήρησης, αιχµή βέλους από οψιανό και από πυρίτη µία άλλη και ένα αγγείο ΥΕΙ. Ο «λάκκος 2» περιείχε κρανίο, οστά και κύπελλο τύπου Βαφειού (ΥΕΙ). Ο «λάκκος 3» περιείχε µια εκτάδην ταφή και χρονολογείται µάλλον στην ΥΕΙΙ, ενώ στον «λάκκο 4» εντοπίστηκαν οστά, δύο κρανία και ένα αβαθές κύπελλο, χωρίς να είναι δυνατή η χρονολόγησή τους.

Τάφος κτήµατος Λ. Ρήγα. 

Θαλαµοειδής, συληµένος.
 Ο «δρόµος» του τάφου έχει µήκος 3,9µ. και πλάτος 1,95µ. στην είσοδο του τάφου και 1,5µ. στην εξωτερική του πλευρά. Σε 4 κόγχες στην περιφέρεια του τάφου βρέθηκαν οστά, όστρακα και αγγεία. Στο θάλαµο υπήρχε µία κατά χώραν ταφή («Α») µαζί µε αγγείο.
Στο δάπεδο βρέθηκαν 5 ταφές σε λάκκους: ΛΑ: οστά και αιχµές βελών από πυριτόλιθο. ΛΒ: οστά. ΛΓ: οστά και αγγεία. Λ∆: 3 νεκροί και αγγεία. ΛΕ: 1 νεκρός. Σε χώρο δεξιά του θαλάµου υπήρχαν 2 κρανία, οστά σε σωρό και κεραµική. Με βάση την κεραµική ο τάφος χρονολογείται στην ΥΕΙΙΙΑ-Β.
Δεξιά: Τάφος Λ. Ρήγα. Άποψη του «δρόµου» και του «στοµίου»
 Παρατηρούµε γενικώς ότι στα δάπεδα των τάφων των Βολιµιδίων οι νεκροί θάβονταν εκτάδην. Όταν ο τάφος πληρούνταν, οι παλιότεροι νεκροί τοποθετούνταν σε κόγχες ή «βόθρους». Γι’ αυτό συχνά σε «βόθρους» βρίσκονται ΥΕΙ αγγεία, τα οποία σχεδόν ποτέ δεν βρίσκονται στα δάπεδα. Στα τελευταία απαντά µόνον ΥΕΙΙΙ κεραµική.
 Οι ύστατοι νεκροί θάβονταν µέσα σε λάκκους ανοιγµένους στα δάπεδα των τάφων, σχεδόν πάντα ακτέριστοι, αν και οι λάκκοι βρίσκονται συνήθως άθικτοι και καλυπτόµενοι µε πλάκες.

Παρατηρήσεις

 Τα πολύτιμα και υψηλής τέχνης αντικείμενα είναι σχεδόν ανύπαρκτα στους τάφους των Βολιμιδίων. Τα μετάλλινα κτερίσματα συναντώνται περιορισμένα, τα κοσμήματα περιλαμβάνουν κυρίως χάνδρες, κοινού σχήματος, από ευτελή υαλόμαζα, ενώ οι ελάχιστες σφραγίδες στερούνται κάθε πρωτοτυπίας. 
 Από τα υπόλοιπα ευρήματα σε σημαντικό αριθμό ανέρχονται οι λίθινες και χάλκινες αιχμές βελών, κτερίσματα που από πολλούς μελετητές αποδίδονται σε «ομαδικά τοξεύματα» από τους συγγενείς των νεκρών κατά την ταφή. Φαίνεται ότι οι κάτοικοι των Βολιμιδίων δεν κατόρθωσαν να ξεπεράσουν τον τοπικό συντηρητισμό, με αποτέλεσμα να παραμένουν προσκολλημένοι στις παραδοσιακές ενασχολήσεις, την γεωργία, την κτηνοτροφία και την περιορισμένη βιοτεχνία, στο περιθώριο του σύγχρονου εμπορίου κατά τη διάρκεια εξάπλωσης του μυκηναϊκού πολιτισμού. Η επιλογή του συντηρητικού τρόπου διαβίωσης συνέβαλε στην επί μακρό χρονικό διάστημα διατήρηση του οικισμού, ο οποίος γνώρισε κατά τις πρώτες φάσεις της μυκηναϊκής κοινής μια περίοδο σχετικής ακμής. 
Η επιλογή αυτή δεν ώθησε σε περαιτέρω εξέλιξη και πρόοδο, που θα επιτυγχανόταν μόνο με την εκμετάλλευση των ευκαιριών της εποχής, με αποτέλεσμα τα Βολιμίδια να παραμείνουν σε δευτερεύουσα θέση μεταξύ των οικισμών της Μεσσηνίας, ενώ δεν πρέπει να αποκλειστεί μετακίνηση τμήματος του πληθυσμού κατά την περίοδο αυτή στον οικισμό γύρω από το ανάκτορο του Εγκλιανού. Αυτή η συρρίκνωση του πληθυσμού μάλλον αποκλείει και την ταύτιση των Βολιμιδίων με τη θέση pa-ki-ja-ne, κέντρο θρησκευτικής δραστηριότητας άμεσα εξαρτημένο από το ανάκτορο του Εγκλιανού, που αναφέρεται στα κείμενα των πινακίδων της Γραμμικής Β από το ανάκτορο.
 Μικρός αριθμός τάφων από το νεκροταφείο είναι σε χρήση έως την ύστερη ΥΕ ΙΙΙΓ περίοδο. Τα ελάχιστα ευρήματα μαρτυρούν ότι η περιοχή πέφτει σε μαρασμό και αφάνεια που ενδεχομένως συνδέεται με κάποια μετανάστευση του πληθυσμού προς τους οικισμούς είτε στις ακτές νότια της Πύλου, είτε προς τα Νιχώρια, την Κουκουνάρα, τη Μάλθη και το Ραμμοβούνι.



Δέπας αμφικύπελλον, σύνθετο Αγγείο Πιθανότατα τοπικό εργαστήριο Κτέρισμα Βολιμίδια, λακκοειδής τάφος 1 Δίδυμο αγγείο αποτελούμενο από δύο κύπελλα σφαιρικού σώματος τα οποία φέρουν χείλος που στρέφεται προς τα έξω. Ενώνονται σε δύο σημεία: α) στο επίπεδο του χείλους με τοξωτή κάθετη λαβή και β) στο ύψος της κοιλιάς με σωληνίσκο ή δεύτερη λαβή. Πατούν σε επίπεδη βάση. Τα σύνθετα αγγεία είναι διαδεδομένα σ’ όλη την Κρήτη και τα ανασκαφικά δεδομένα συγκλίνουν στο συμπέρασμα ότι χρησιμοποιούνταν σε ιεροτελεστίες λατρευτικού τύπου. Αντίστοιχα αρχαιολογικά παράλληλα έχουν αποκαλυφθεί σε μυκηναϊκούς οικισμούς και νεκροταφεία αλλά σε μικρότερη κλίμακα. Η ονομασία "δέπας αμφικύπελλον" απαντά στον Όμηρο υποδηλώνοντας το κύπελλο από το οποίο οι ήρωες κάνουν σπονδές και στη συνέχεια πίνουν κρασί. Δίδυμα αγγεία συναντώνται συχνά στην Ευρώπη κατά την Εποχή του Χαλκού. Η επικρατέστερη θεωρία είναι ότι χρησιμοποιούνταν σε τελετουργίες και είχαν θρησκευτικό χαρακτήρα. Ο όρος «Δέπας αμφικύπελλον» χρησιμοποήθηκε από τις προηγούμενες γενιές αρχαιολόγων στη λογική ονοματοδοσίας αρχαιολογικών ευρημάτων με λόγιες φράσεις που απαντώνται στα Ομηρικά έπη. Βιβλιογραφικά χρησιμοποιείται συνήθως για τα κύπελλα που βρέθηκαν στην Τροία, τα οποία όμως διαφέρουν ως προς το σχήμα από το συγκεκριμένο εύρημα.


Βολιμίδια, Κεφαλόβρυσο, τάφος 1. Πήλινο ανοικτό αγγείο σύνθετης μορφής το οποίο περιμετρικά του χείλους εμπεριέχει τέσσερα μικρά συμφυή διάτρητα κύπελλα (κοτυλίσκους). Το ημισφαιρικό σώμα του φέρει δύο τοξωτές οριζόντιες λαβές λίγο κάτω από το χείλος και απολήγει σε χαμηλό πόδι. Το συγκεκριμένο αντικείμενο ανήκει στην κατηγορία των ανοικτών προς ερμηνεία ευρημάτων. 
Σύμφωνα με μία εκδοχή πρόκειται για κέρνο. Ένα τελετουργικό αγγείο δηλαδή, στο οποίο τοποθετούσαν μικρές ποσότητες βρώσιμων προϊόντων (φυτικής αλλά και ζωικής προέλευσης) ως πολλαπλή προσφορά προς τους θεούς που σχετίζονταν με τις δυνάμεις αναπαραγωγής της φύσης. Πολλές φορές κέρνοι, επιμελημένης ή πολυτελούς κατασκευής, χρησιμοποιούνταν ως αναθήματα που αφιερώνονταν σε χώρους λατρείας μετά από την τέλεση μίας ιεροτελεστίας. Αναλόγως σε ποια θέση αποκαλύπτεται κατά τη διαδικασία της ανασκαφής (π.χ. εντός του τάφου, στο δρόμο, στο κατώφλι του θυρώματος, σε ιερό κλπ.) ερμηνεύεται και η χρήση του.Το παραπάνω πήλινο σκεύος βρέθηκε στον τάφο 1 στο Κεφαλόβρυσο. Συνεπώς αποτελεί κτέρισμα (ταφικό δώρο) των συγγενών που αποτίει φόρο τιμής στον προσφιλή νεκρό και τον συνοδεύει στο μεταθανάτιο βίο του.
Ο κέρνος σχετιζόταν και με την τελετουργία της πανσπερμίας, όπου οι πιστοί προσέφεραν, ως συμβολική θυσία, μέρος από την πρώτη συγκομιδή και στο τέλος της τελετής κατανάλωναν τις προσφορές (προσφόρια). Ως είδος αγγείου, χρησιμοποιήθηκε αδιάλειπτα από την προϊστορική εποχή (κέρνοι απαντώνται ήδη από την Προανακτορική περίοδο) έως και την ελληνιστική εποχή με ποικίλες παραλλαγές, ενώ συνδέθηκε ιδιαίτερα με τη λατρεία της Δήμητρας και τα Ελευσίνια Μυστήρια. Η μεγάλη απήχηση του εορτασμού της πανσπερμίας οδήγησε στην επιβίωση του εθίμου έως και τους χριστιανικούς χρόνους (πανκαρπία, πολυκάρπια). Τα Ψυχοσάββατα των Χριστιανών και το μοίρασμα των κολλύβων ανάγεται στις αρχαίες δοξασίες, ενώ λατρευτικά σκεύη ανάλογης χρήσης με αυτής του κέρνου, αποτελούν τα αρτοφόρια (συμβολική θυσία) και τα πολυκάνδηλα/μανουάλια.





Αριστερά: Κτέρισμα Θαλαμωτός τάφος 6 της ομάδας Αγγελόπουλου. Μικρό φλασκί με ομόκεντρους κύκλους ως διακοσμητικό μοτίβο. Έχει ψηλό λαιμό με έξω νεύον χείλος. Από το μέσον του λαιμού ξεινούν δύο λεπτές λαβές που τον συνδέουν με το κυρίως σώμα. Αντιπροσωπεύει κοινό τύπο Ύστερου Μυκηναϊκού φλασκιού. Ανάλογα δείγματα έχουν βρεθεί σε άλλες περιοχές όπου πιστοποιείται μυκηναϊκή παρουσία, όπως στην Κύπρο.Δεξιά:Μυκηναϊκό γυναικείο ειδώλιο τύπου Ψ από τον τάφο Αγγελόπουλου 7. Η μορφή έχει τα χέρια απλωμένα και ελαφρά υψωμένα. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου και ο κυματοειδής διάκοσμος του ενδύματος, αποδίδονται με καστανό χρώμα.




Αριστερά: Ψευδόστομος αμφορίσκος, -1.200/ -1.100 π.Χ. Τάφος 5 Βοριά. Ψευδόστομος αμφορέας μικρού μεγέθους με χαρακτηριστική γραμμική διακόσμηση από φυτικά κυρίως μοτίβα. Βρέθηκε στον τάφο 5 της ομάδας Βοριά στα Βολιμίδια, μαζί με πληθώρα άλλων μικρών κτερισματικών αγγείων. Δεξιά: Δίωτο κύπελλο με πόδι πιθανώς τοπικό εργαστήριο, -1300/ -1180, θαλαμοειδής τάφος Βοριά 4. Πήλινη κύλικα με πόδι και δύο μικρές στρογγυλεμένες λαβές ακριβώς κάτω από το χείλος. Είναι κατασκευασμένη από ιδιαιτέρως ανοιχτόχρωμο πηλό και βρέθηκε μαζί με άλλα παρόμοια αγγεία στο δρόμο του θαλαμοειδούς τάφου 4 της ομάδας Βοριά στα Βολιμιδια.




Αριστερά: Κτέρισμα Βολιμίδια Γεωμετρική Περίοδος, -900/ -750. Πρόχους με τριφυλλόσχημο στόμιο και ψηλό λαιμό από το νεκροταφείο των Βολιμιδίων. Χρονολογείται στην πρωτογεωμετρική περίοδο και είναι διακοσμημένη από πυκνές, επάλληλες γραμμές σκούρου καστανού χρώματος. Δεξιά: Κεφαλοβρύσου τάφος 3 Σφαιρική πιεσμένη πρόχους. Προέρχεται από ταφή σε λάκκο, στο κέντρο του θαλάμου. Χρονολογείται στην ΥΕ ΙΙΑ φάση και κοσμείται με ρακέττες.




Αριστερά: Αγγελοπούλου, θαλαμ. τάφος 8 κύπελλο με ευθέα τοιχώματα. Μέσον: Αγγελοπούλου, θαλαμ. τάφος 8 κύπελλο Κεφτί τύπου ΙΙ Δεξιά: Κεφαλόβρυσο, τάφος 2 κόγχη1 κύπελλο κεφτί.

Βιβλιογραφία και Πηγές:
-Έλενα Γρ. Κουντούρη: Η Υστεροελλαδική ΙΙΙΑ κεραμικη από το νεκροταφείο των Βολιμιδίων Χώρας και η σύγχρονη κεραμική παραγωγή της Μεσσηνίας.
-Σαρατσιώτης Νικόλαος: "Ταφικά κτίσµατα της Μεσσηνίας στην Εποχή του Χαλκού. Μια τυπολογική ανάλυση"
-Αντωνίου Ι. Μαρία: "Οι σχέσεις της ΝΔ Πελοποννήσου με την Μινωϊκή Κρήτη"
-Αφροδίτη Χασιακού: "Μεσοελλαδική κεραμεική από την Μεσσηνία"

Στην Χώρα υπάρχει και σημαντικότατο μουσείο που στεγάζει τα Μυκηναϊκά ευρήματα από τα Βολιμίδια αλλά και την ευρύτερη περιοχή της Μεσσηνίας και Τριφυλίας. Μπορείτε να δείτε αναλυτική παρουσίαση του Μουσείου αλλά και να κάνετε εικονική ξενάγηση σε αυτό στον παρακάτω σύνδεσμο: 
Σημειώσεις: 1 Γενικά για το νεκροταφείο βλ. W. A. MacDonald-R.Hope Simpson, Prehistoric Habitation in Southwestern Peloponnese, AJA, 65 (1961), 237, Σπ. Μαρινάτος, Περί τον πρώτον Αχαϊκόν εποικισμόν της Κρήτης, Πεπραγμένα Α'Διεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου III, στα ΚρητΧρον. 16 (1963), 179, Σ. Ιακωβίδης, Περί του σχήματος των λαξευτών τάφων εις τα Βολιμίδια Μεσσηνίας, Χαριστήριον εις A. Κ. Ορλάνδον II, Αθήναι 1966, 98-111, στο εξής Ιακωβίδης 1966, Μ. Παντελίδου, Τάφοι της Πύλου, ΑΑΑ 3 (1970), 125-132, Gazetteer I, 135:D20, Γ. Σ. Κορρές, Η προβληματική δια την μεταγενεστέραν χρήσιν των μυκηναϊκών τάφων Μεσσηνίας, Πρακτικά Β'Διεθνούς Συνεδρίου Πελοποννησιακών Σπουδών, Πάτρα, 25-31 ΜαΤου 1980, Αθήνα 1981-82,363-450, στο εξής Κορρές 1980, Fr. Tomasello, L’ architectura funeraria in Sicilia tra le media e tarda età del Bronzo:le tombe a camera del tipo a tholos, στο M. Marazzi- S.Tusa- L.Vagnetti (εκδ.), Traffici Micenei nel Mediterraneo, Atti del convegno di Palermo, 1984, Taranto 1986, 98, στο εξής Tomasello 1986, του ίδιου, Le tombe a tholos della Sicilia Centro Meridionale, Cronache di Archaeologia 34-35, (1995-1996), 195-197, στο εξής Tomasello 1996, Lolos 1986, 196-207, Λώλος 1997, 21-23, Δ. Δανιηλίδου, Ο θαλαμωτός τάφος 84 των Μυκηνών, ΑΕ 139 (2000), 165-17, στο εξής Δανιηλίδου 2000. Για τις έρευνες στο νεκροταφείο επίσης βλ. Γ. Σ. Κορρές, Λήμμα Βολιμίδια στην Μεγάλη Σοβιετική Εγκυκλοπαίδεια και την Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος-Λαρούς- Μπριτάννικα, καθώς και Ε. Κουντούρη, Βολιμίδια Μεσσηνίας: οι ψευδόστομοι αμφορείς του νεκροταφείου Πρακτικά Α' Συνόδου για το Αρχαιολογικό Έργο στη Νότια και Δυτική Ελλάδα, Πάτρα, 9- 12 Ιουνίου 1996 (υπό έκδοση). 2 ΠΑΕ 1952,473. 3 Βλ. και Γ. Πίκουλα, Η άμπελος και ο οίνος στην Πελοπόννησο κατά την αρχαιότητα, Πελοποννησιακά ΚΑ (1995), 269-288. 4 Για την έρευνα του σπηλαίου βλ. ΠΑΕ 1955, 246, Λώλος 1997, 24. 5 ΠΑΕ1964, 86. 6 ΑΔ 20 (1965), Β1, 203. 7 Lotos 1987, 197. 8 ΑΔ 20 (1965), Β1, 204. Επρόκειτο για χαρακτηριστικά αμαυρόχρωμα και μινυακά αγγεία όπως "διμιτέας", έξι δέπατα αμφικύπελλα, δύο κρατηροειδή αγγεία με προχοή στο χείλος, ένας κάνθαρος. 9 Lolos 1987, 203. 10 ΑΔ 27 (1972), Β1, 256. 11 ΑΑ 45 (1990), Β1, 120. 12 Νεώτερες έρευνες στην περιοχή με τη μέθοδο της γεωφυσικής διασκόπησης δείχνουν ότι δεν πρόκειται για συστάδες τάφων, αλλά για ενιαίο νεκροταφείο (προφορική επικοινωνία με τον καθηγ. Γ.Σ. Κορρέ). 13 Η αρίθμηση της ομάδας αυτής ολοκληρώνεται στον αριθμό 11, αν και οι τάφοι που ανεσκάφησαν είναι 10, γιατί ο Αγγελοπούλου 3 αποδείχτηκε ότι ήταν κάμινος και όχι τάφος. Βλ. ΠΑΕ1953, 239. 14 ΠΑΕ 1955,146. 15 Chadwick 1976, 91. Για αναλυτικότερη συζήτηση βλ. το κεφάλαιο για την τοπογραφία της Μεσσηνίας στην ΥΕ ΜΙΑ περίοδο. 16 ΠΑΕ 1953, 249. 17 Lolos 1987,23. 18 ΠΑΕ 1953, 249. Η εξέταση του υλικού έδειξε ότι πρόκειται για δύο στρώματα με YE I και II κεραμική που αποτελείται ως επί το πλείστον από τεμάχια χονδροειδών-χρηστικών αγγείων και στελέχη χαμηλόποδων κυλικών, για παράλληλα βλ. ενδεικτικώς Nichorìa II, εικ. 9-21:Ρ3523-3526. Λίγη λεπτότεχνη γραπτή κεραμική τοποθετείται στους YE I και ΙΙΑ χρόνους, βλ. σχετικά Lolos 1987, 24-27. Βρέθηκαν επίσης τεμάχια πίθων με ανάγλυφη διακόσμηση, θραύσματα κεραμίδων, τέφρα και κάρβουνο, BSA 69 (1974), 117. 19 Κορρές 1981,725. 20 ΠΑΕ 1954, 305-306. 21 ΠΑΕ 1954, 306. 22 Κορρές 1985, 391. 23 Κορρές 1980, 416. 24 ό.π. (σημ.23), 415,416. 25 ό.π. (σημ.23), 438-439. 26 ό.π. (σημ.23), 412, 424. Παράδειγμα αποτελούν οι γεωμετρικές ταφές στους τάφους Αγγελοπούλου 4, 5 και 11, η ελληνιστική ταφή εφήβου σε ταφική κόγχη στη δεξιά παρειά του δρόμου του τάφου Κεφαλοβρύσου 2 και ο ακτέριστος νεκρός που βρέθηκε στο δρόμο του τάφου Αγγελοπούλου 6. 27 Βλ. και ΑΔ 26 (1971), Β1, 129 για την ανεύρεση δύο κεραμοσκεπών τάφων που είχαν κατεύθυνση από A προς Δ, στην περιοχή των Βολιμιδίων, κατά τις εργασίες διάνοιξης χαντακιού του ΟΤΕ. 28 ΠΑΕ 1953, 240 εικ. 1, Κορρές 1980, 423, Κορρές 1985, 392. 29 ΠΑΕ 1965,105-106,106-107, πίν. 171α, 119γ, ε, η, θ. 30 ΠΑΕ 1952, 491. 31 ΠΑΕ 1954, 306. 32 Ιακωβίδης 1966, 98. 33 Κορρές 1981,725. 34 Papadopoulou 1987,147-148. 35 Persson 1942,158. 36 Vanschoonwinkel 1991, 82. 37 Papadopoulou 1987,148. 30 Κορρές 1985, 389. 39 Όπως στην περίπτωση του τ. Αγγελοπούλου 5, όπου κατά τους επανειλημμένους ενταφιασμούς αφαιρούνταν μόνο το άνω ήμισυ της τοίχισης της θύρας και το άνοιγμα έκλεινε με μία πλάκα, βλ. σχετικά ΠΑΕ 1953, 247. Το στόμιο άλλων πέντε ΥΕ θαλαμοειδών τάφων στην Αργολίδα και την Κεφαλλονιά είχε φραχθεί με πλάκα αντί ξερολιθιάς, χρήση που ίσως διευκόλυνε στο συχνό άνοιγμα του θαλάμου για νέους ενταφιασμούς και προσφορές, βλ. σχετικά Papadopoulou 1987, 152. 40 Ιακωβίδης 1966, 100. 41 Κορρές 1981, 726. 42 Βλ. ενδεικτικώς ΑΔ 43 (1988), Β1, 168-170, σχ. 16, για λαξευτούς θαλαμωτούς τάφους στη θέση Αμυγδαλιά του χωριού Βούντενη Πατρών, με τετράπλευρους θαλάμους και τετράρριχτη στέγη. 43 Ιακωβίδης 1966, 100 44 Ιακωβίδης 1966, 100. 45 Δανιηλίδου 2000, 176. 46 ΠΑΕ 1952, 494. 47 ΠΑΕ1953, 241-243. 48 Ιακωβίδης 1966, 108-109. 49 Ιακωβίδης 1966, 105. 50 Στην περιοχή έχουν ανασκαφεί από το 1957 (ανασκαφές Χρ. Χρήστου) και μέχρι σήμερα (ανασκαφές Θ. Σπυρόπουλου) περί τους 100 τάφους. Για αναλυτική περιγραφή των πρώτων ανασκαφών του Χρ. Χρήστου βλ. Κ. Demakopoulou, J.H.Crouwel, Some Mycenaean Tombs at Palaiokastro, Arcadia, BSA 93 (1998), 269-283. 51 ΑΔ 10 (1926), Παραρτ. 41-44, JHS 47 (1927), 257, BSA 56 (1961), 125-127, 8a,b,c. Επίσης ΑΔ 37 (1982), B1,112-113, εικ. 1, πίν. 60-61, Th. Spyropoulos, Pellana, the administrative center of Prehistoric Laconia, στο W.C.Cavanagh, S.E.C.Walker (εκδ.), Sparta in Laconia, Athens 1998, 29, εικ. 2:4. 52 Για αναλυτική συζήτηση του θέματος βλ. Δανιηλίδου 2000, 161-178. 53 Παρλαμά 1971,52-60. 54 Για τη Βούντενη Πατρών βλ. ΑΔ 44 (1989), Β1, 129-131, 47 (1992), Β1, 140-141. 55 ΑΕ1933, 68-100, Γ7ΑΕ1951,184-186, Papadopoulou 1987,146. 56 Tomasello 1986, 93-100, Tomasello 1996, σποράδην. Επίσης περιληπτική αναφορά στη Δανιηλίδου 2000, 174. Οι θαλαμωτοί τάφοι της Σικελίας παρουσιάζουν τα ίδια μορφολογικά και κατασκευαστικά χαρακτηριστικά με την ομάδα των παραπάνω θαλαμωτών τάφων, γεγονός που έχει οδηγήσει κάποιους μελετητές να υποστηρίξουν την άποψη ότι ως πρότυπο είχαν τους θολωτούς τάφους του μυκηναϊκού κόσμου. Η ιδέα αυτή όμως απορρίπτεται υπέρ της συνέχισης και εσωτερικής εξέλιξης της επιτόπιας παράδοσης. Βλ. V. La Rosa, Περιφέρεια και στο μύθο; Περιπλανήσεις στη μυκηναϊκή παρουσία στην Κρήτη και τη Σικελία, στο Περιφέρεια Μυκηναϊκού κόσμου, 339-343, ο οποίος συμφωνεί με την άποψη της σταθερής αιγαιακής παρουσίας κατά μήκος των ακτών της Σικελίας. 57 Για παράδειγμα οι τάφοι στα Βολιμίδια και την Πελλάνα χρονολογούνται κυρίως στην YE III Α-ΙΙΙΒ, περίοδο, ενώ το νεκροταφείο του Παλαιοκάστρου χρησιμοποιείται κατά τους ΥΕ ΙΙΙΓ χρόνους. 58 Οι τάφοι που αποτέλεσαν πρότυπα των θαλαμωτών των Βολιμιδίων ήταν οι θολωτοί του Κακοβάτου, της Μάλθης και του Οσμάναγα στο Κορυφάσιο. Η κατασκευή του τελευταίου τοποθετείται με βεβαιότητα στα τέλη της ΜΕ εποχής. Βλ. Lolos 1989,172-173, Dickinson 1983, 60. 59 Δανιηλίδου 2000, 178. 60 Γιά παράδειγμα στον τ. Βοριά 2. Παρόμοιοι λάκκοι ενταφιασμών απαντούν στους θαλαμωτούς του Εγκλιανού και σε YE III νεκροταφεία θαλαμοειδών τάφων στη Λακωνία (Επίδαυρος Λιμηρά, Πελλάνα), Ηλεία (Στραβοκέφαλο), Αχαϊα (Αίγιο, Δερβένι), Κεφαλλονιά (Λακκίθρα). Κατά μία άποψη η προέλευση της συνήθειας αυτής ίσως πρέπει να αναζητηθεί στη Λακωνία (Επίδαυρος Λιμηρά, Πελλάνα), από όπου και διαδόθηκε στην υπόλοιπη Νοτιοδυτική Πελοπόννησο, για αναλυτική συζήτηση βλ. Papadopoulou 1987, 149-15. 61 Κορρές 1981,726. 62 Κορρές 1985, 389. 63 Κορρές 1985, 389. 64 Papadopoulou 1987, 149. 65 Κορρές 1985, 390. 66 Μαρινάτος 1953, 244-5. 67 υπολογίζουµε από τα ανωτέρω 24 νεκρούς περίπου. 68 Για την στέγαση των τάφων του Κεφαλόβρυσου βλέπε ∆ανιηλίδου 2000, 161-178. 69 Κορρές 1991, 135. Βλ. όμως και CMS, V:303, 304 και Κορρές 1991, 116-119 για ταλισμανική σφραγίδα από τον τάφο Αγγελοπούλου 6, εισηγμένη από την Κρήτη. Επίσης βλ. R. Laffineur, The Iconography of Mycenaeans Seals and the Status of their Owners, Aegaeum 6, Université de Liège, 139, 141, για σφραγίδα από τον τάφο Αγγελοπούλου 8 που απεικονίζει λιοντάρι και την πιθανότητα ο κάτοχός της να είχε στρατιωτικές ή θρησκευτικές αρμοδιότητες. 70 Γ.Σ. Κορρές, Αρχαιολογικοί Διατριβαί επί θεμάτων της εποχής του Χαλκού, Αθήναι 1979, 20-21, L. Kontorli-Papadopoulou, Mycenaean Tholos TombsiSome Thoughts on Burial Customs and Rites, στο C. Morris (εκδ.) KLADOS, Essays in Honour of J. N. Coldstream, London 1995,118 σημ. 3 71 Για διάφορες απόψεις των μελετητών γύρω από τη θέση pa-ki-ja-ne βλ. Ventris and Chadwick 1973, 232-274, 286-289, J. Chadwick, The Mycenaean Documents, στο MME, 109, Guglielmino 1982, 141- 193, E. Stavrianopoulou, Untersuchungen zur Struktur des Reiches von Pylos. Die Stellung der Ortschaften in Lichte der Linear B-Texte, Partille 1989, Carothers 1992,233-234, PRAP, 1,426. 72 G. Korres, La Messénie après ia période mycénienne στο D. Musti, A. Sacconi et al (εκδ.), La transizione dal miceneo all’alto archaismo, Dal palazzo alla citta, 1991.




 πηγή