ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ

2.5.11

Η Μάχη στο Μανιάκι - Παπαφλέσσας

Φίλοι Αναγνώστες ειλικρινά λυπάμαι και δεν ανεβάζω σημαντικά ιστορικά στοιχεία για την μάχη του Μανιακίου ανέκδοτα έως σήμερα λόγω της ΜΕΓΑΛΗΣ ΠΕΙΡΑΤΕΙΑΣ που έχει δεχθεί η σελίδα.
Δεκάδες site έχουν ανέβει στο διαδύκτιο με αντιγραφή των στοιχείων που παραθέτω χωρίς να μπούν στον κόπο μιας απλής αναφοράς στην πηγή.
Λεμε ΝΑΙ στην κοινωνία της πληροφορίας αλλά ΟΧΙ στην κοινωνία της Πειρατείας
Βασίλης Μανιάτης
Μια Αυθεντική μαρτυρία
ΣΥΜΠΟΛΕΜΙΣΤΗΣ ΤΟΥ ΠΑΠΑΦΛΕΣΣΑ ΠΕΡΙΓΡΑΦΕΙ ΤΑ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ ΣΤΟ ΜΑΝΙΑΚΙ….
Επέζησε ακρωτηριασμένος και στα δύο πόδια
Μέχρι σήμερα δεν υπήρχε καμία αυθεντική πηγή ,καμία μαρτυρία αυτόπτου μάρτυρα για την μάχη στο Μανιάκι. Ένα κείμενο του πολεμιστή του Μανιακίου Μ.Σταυριανόπουλου που επέζησε αν και τραυματισμένος σοβαρά ,τον νόμισαν για νεκρό , γιατί ήταν σκεπασμένος με τα πτώματα των συμπολεμιστών του και έζησε έως το 1896 χάθηκε δυστυχώς. Σε αναφορές που έγιναν αργότερα από οπλαρχηγούς ,πολλοί ισχυρίζονταν ότι έλαβαν μέρος και ότι σώθηκαν από θαύμα αλλά οι ισχυρισμοί τους δεν ήταν αληθινοί .Οι ισχυρισμοί έγιναν μόνο γιατί η συμμετοχή σε αυτή την μάχη ήταν τίτλοι τιμής και δόξας για όσους κονταροκτυπήθηκαν με τις ορδές του Ιμπραήμ.
Από το Μανιάκι είναι ιστορικά βέβαιο ότι σώθηκαν κάποιοι που έφυγαν λίγο πρίν αρχίσει η μάχη και μάλιστα αρκετοί οπλαρχηγοί.Για να μετριάσουν τις εντυπώσεις που δημιούργησε η λιποταξία τους ,αργότερα διέδιδαν ότι έλαβαν μέρος ,και έδιναν φανταστικές περιγραφές . Στα Γενικά Αρχεία του Κράτους ,υπάρχει μία αναφορά αγωνιστή από την Κυπαρισσία που υπογράφει με το ψευδώνυμο Κυπαρίσσιος την οποία υποβάλλει στον Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια και με την οποία ζητούσε υλική βοήθεια για να ζήσει την οικογένεια του , η οποία ήταν σε άθλια οικονομική κατάσταση.
Η αναφορά είναι ολιγόλογη αλλά πολύ περιγραφική και είχε συνταχθεί από κάποιον που γνώριζε ανάγνωση και γραφή.
Θεωρείται έγκυρη γιατί γράφθηκε βάσει αφηγήσεως του ακρωτηριασμένου αγωνιστή που χωρίς πόδια έφθασε στο Πόρο για να την επιδώσει.
Η Αναφορά έχει ως εξής.
Εξοχώτατε Κυβερνήτα της Ελλάδος
Ίδετε την αθλιότητα εις την οποία κατήντησα διά την πατρίδα.Αφού επολέμησα εις διάφορα μέρη της Πελοποννήσου με τα στρατεύματα τα Αρκάδια έτη πέντε ,τέλος ευρέθην και εις την μάχην την γενομένην ανά μέσον Σαπρίκης και Μανιάκης ομόρων χωρίων Αρκαδίας και Νεοκάστρου ,έν ή έπεσεν ο αοίδημος Γρηγόριος Δικαίος ο Φλέσσας. Έν ώ Κυβερνήτα είμεθα τρείς χιλιάδες τον αριθμόν εις την θέσιν εκείνην ,Έλληνες οι περισσότεροι ,ιδόντες το σμήνος των πολεμίων έφυγον, εμείναμεν επτακόσιοι περίπου στρατιώται ,διήρκεσε δε η μάχη ώρας δέκα.
Έκ των επτακοσίων δε, μόλις εύρον οι πολέμιοι εξήκοντα ζωντανούς μέν, αλλά πληγωμένους απήγον εις το Νεόκαστρον, ένθα όσους έκ των εξήκοντα εγνώρισαν ότι ήσαν εκ των εν Ναυαρίνοις ηττηθέντων ,τούτους ακρωτηρίασαν κατά διάφορα μέλη.
Ηκρωτηρίασαν δε και εμέ κατά τους πόδας και τρόπω άσπλαχνο,ως ο μάγειρος όταν κόπτη το κρέας αλύπως όταν θέλη να κάμη λεπτόν ψητόν.Και έκτοτε άχρι του εμπρησμού του εχθρικού στόλου περιφερόμην εις Νεόκαστρον ένθα κακείτε ελεεινώς.
Αφανισθέντος δε του στόλου έγινε σύγχυσις ,'ελαβα καιρόν και έφυγα με αυτά τα ποδάρια .Διασωθείς δε εύρον τρία μου τέκνα αιχμαλωτισμένα ,και τα άλλα εις αθλίαν κατάστασιν ,ώστε οι άθλιοι παρ΄ αθλιωτάτου προσδοκώσι κηδεμονίαν.Εις τοιαύτην λοιπόν κατάστασιν ευρισκόμενος προτρέχω προς Σε ,τον κοινόν πατέρα ,όστις ενεμπιστεύθης την ολικήν παρακαταθήκην του Έθνους ,να δείξης προς την ταλαίπωρον οικογενειά μου την πατρική σου κηδεμονία ,ήτις παρ΄αξίαν στερουμένη του επιούσιου άρτου επαιτεί.
Υποσημειούμαι δε με σέβας τα΄οφειλόμενον
Τη 5 Μαρτίου 1828 Ο Ευπειθής και τεθλιμμένος πολίτης
Εν Πόρω Γιόργης Αρκαδινός
( Γ.Α.Κ. Γεν.Γραμμ. φακ. 25 )
Συλλογή των οστών
Έως και το 1908 μπροστά από τα ταμπούρια στις θέσεις Μακρυλάκα και Μεγαλοχωράφι άσπριζαν διασκορπισμένα οστά Ελλήνων και Αιγυπτίων στρατιωτών, παντού βρίσκονταν ανθρώπινα κρανία .
Το 1910 ο αείμνηστος Μητροπολίτης Μεσσηνίας Κυρός Μελέτιος τα σύναξε και τα μετέφερε στον Ιερό Ναό της Ανάστασης του Κυρίου στο Μανιάκι.
Το 1908 κατά την πρώτη επίσκεψη του Μητροπολίτη στα Ταμπούρια λίγες εκατοντάδες μέτρα βόρεια του Μανιακίου τον περίμεναν κάτοικοι από το χωριό Παιδεμένου οι οποίοι επιτακτικά απαιτούσαν από τον Μητροπολίτη να μην παραβρεθούν κάτοικοι του Μανιακίου στην επιμνημόσυνο δέηση που θα τελούσε στο τόπο θυσίας του Παπαφλέσσα και των παλικαριών του
Ο Μητροπολίτης το απέρριψε και τους πρότεινε με έξοδα της Μητρόπολης να αγοραστούν τα παρακείμενα χωράφια ιδιοκτησίας κατοίκων από το Παιδεμένου και στην κορυφή του λόφου να κτιστεί εκκλησία και οστεοφυλάκιο.
Αυτοί αρνήθηκαν να πουλήσουν τα χωράφια ,ήθελαν όμως τον Ναό .

Διοικητικά όμως η περιοχή ανήκε στην επαρχία Τριφυλλίας και ο Μητροπολίτης Μεσσηνίας δεν είχε καμιά δικαιοδοσία και εξουσία εκεί. Ο Μητροπολίτης κατόπιν ωρίμου σκέψεως αποφάσισε να κτίσει τον Ι.Ναό σε ένα πλάτωμα στο χωριό Μανιάκι ακριβώς μπροστά από τα Ταμπούρια.
Ο Μητροπολίτης σε εράνους που έκανε σε όλες τις εκκλησίες της μητρόπολης Μεσσηνίας συγκέντρωσε ένα ικανοποιητικό χρηματικό ποσό και άρχισε την ανέγερση του Ιερού Ναού της Ανάστασης του Κυρίου .
Οι Παιδεμεναίοι για λόγους αντιζηλίας με χρήματα που τους απέστειλαν απόδημοι συμπατριώτες τους από την Αμερική μέσω του συλλόγου που είχαν δημιουργήσει, καθώς και με προσωπική εργασία άρχισαν το κτίσιμο δικού τους Ναού επάνω στα Ταμπούρια.
Όταν ο Μητροπολίτης Μεσσηνίας πληροφορήθηκε για την αυθαιρεσία των Παιδεμεναίων ,ζήτησε από τον σταθμό Χωροφυλακής που έδρευε στο Χατζή του Δήμου Βουφράδος την διακοπή των εργασιών και την σύλληψη των υπευθύνων.
Οι χωροφύλακες που έφθασαν στα Ταμπούρια εκδιώχθηκαν από τους Παιδεμεναίους γιατί όπως ισχυρίστηκαν ,οι χωροφύλακες της Επαρχίας Πυλίας δεν είχαν καμία δικαιοδοσία σε χώρο που ανήκε διοικητικά στην Επαρχία Τριφυλίας και συνέχισαν με τις ευλογίες της Μητρόπολης Τριφυλίας το κτίσιμο του Ναού.
Ο Ιερός Ναός της Αναστάσεως του Κυρίου που κτίστηκε στο Μανιάκι ήταν ένα κομψότατο κτίσμα Βυζαντινού ρυθμού .
Στα θυρανοίξια του Ναού που έγιναν το 1911 συμμετείχαν όλοι οι
Ιερείς της Μητρόπολης Μεσσηνίας, στρατιωτικές και αστυνομικές αρχές καθώς και πλήθος κόσμου από κάθε χωριό και κάθε γωνιά της Μεσσηνιακής Γης.
Ο 1ος Εορτασμός 20 Μαΐου 1911
Αμέτρητα καραβάνια με χιλιάδες επισκέπτες κατέκλυσαν το Μανιάκι ,κάτω από τον καυτό Μαγιάτικο ήλιο παρακολουθούσαν το τρισάγιο που τελούσε στην μνήμη των ηρώων στον νεόκτιστο Ναό ο Μητροπολίτης Μεσσηνίας ,
Μια λαοθάλασσα είχε κατακλύσει τον χώρο από τον Ναό της Αναστάσεως έως και την Βελανιδιά και το Μεγαλοχωράφι μπροστά από τα Ταμπούρια .
Εκατοντάδες ήταν ντυμένοι με φουστανέλες και ξεχώριζαν μέσα στο πλήθος ,
Πρόχειρα καφενεία είχαν στηθεί στις διασταυρώσεις των μονοπατιών πουλώντας καφέ ,ρακί και κρασί .
Στην άκρη ενός μονοπατιού κάποιος είχε φτιάξει μια πρόχειρη παράγκα και πουλούσε χαλκώματα ,
Η μυρωδιά του ψητού αρνιού είχε γεμίσει την ατμόσφαιρα ,σε κάθε μονοπάτι και ένας πάγκος που πουλούσε ψητό αρνί προς 4-5 δραχ. την οκά . Τρώγοντας και πίνοντας άφθονο κρασί οι επισκέπτες είχαν μετατρέψει τον εορτασμό σε λαϊκό πανηγύρι .

Οι περισσότεροι ξεκουράζονταν κάτω από σκιερά πανύψηλα πουρνάρια ,ενώ στις απέναντι πλαγιές αμέτρητα άλογα με στολισμένα σαμάρια έδιναν ένα παράξενο χρωματισμό στο καταπράσινο τοπίο .
Κίνηση , βουή ένας απερίγραπτος συνωστισμός αλλά με πλήρη τάξη χωρίς να δημιουργηθεί το παραμικρό επεισόδιο παρά το άφθονο κρασί και ρακί που είχαν καταναλώσει .
Οι παπάδες ολόκληρη στρατιά ξεχώριζαν από τα κατάμαυρα ράσα τους μέσα στο άσπρο της φουστανέλας που κυριαρχούσε ,μέσα στο πλήθος παιδιά και γυναίκες από τα διπλανά χωριά έψαχναν απεγνωσμένα κάποιο σκιερό μέρος για να προφυλαχτούν από τις καυτές ακτίνες του ήλιου ,αραιά και που είχαν κάνει την εμφάνιση τους μερικές ομπρέλες και πολλά πλατύγυρα καπέλα .
Μέσα στον αφόρητο συνωστισμό μετά βίας οι χωροφύλακες κατορθώνουν να ανοίξουν δρόμο στον Καλαματιανό φωτογράφο Κο Λοίζο που ήρθε να αποθανατίσει με τον φακό του την μοναδική αυτή στιγμή για λογαριασμό της Μητρόπολης Μεσσηνίας και των Τοπικών και Αθηναϊκών εφημερίδων .
Τελειώνοντας την Δοξολογία ο Μητροπολίτης και οι επίσημες αρχές κατευθύνονται στην άκρη του πλατώματος που κτίστηκε η Εκκλησία ,έχοντας μπροστά τους τα ταμπούρια και αρχίζει η εκφώνηση του πανηγυρικού της ημέρας μέσα σε απόλυτη σιγή και κατάνυξη .
Κάτω και γύρω από τον Ναό της Αναστάσεως ένα ανθρώπινο ποτάμι στέκεται ακίνητο παρακολουθώντας την αγωνιώδη προσπάθεια που καταβάλουν οι μαθητές από το Δημοτικό σχολείο του Βλαχόπουλου να φτάσουν στον χώρο μπροστά από τους επισήμους προκειμένου να απαγγείλουν πατριωτικά ποιήματα και να τραγουδήσουν ηρωικά τραγούδια , οι δάσκαλοι τους δύο λαμπρά και ευγενικά νέα παιδιά είχαν ζητήσει οι μεγαλύτεροι μαθητές ντυμένοι με στολή να προσέλθουν στην τελετή αλλά η στενοκεφαλιά και η ακαμψία ορισμένων τοπικών παραγόντων και χωρικών δεν τους το επέτρεψαν .
Μετά το τέλος των ομιλιών σειρά είχαν στο πρόγραμμα οι Σκοπευτικοί αγώνες που έγιναν στον χώρο μπροστά στην εκκλησία .
Για τους αγώνες είχαν θεσπιστεί συνολικά 8 βραβεία με χρηματικά έπαθλα για τους νικητές από 200 έως 250 δραχμές .
Οι αγώνες σημείωσαν τεράστια επιτυχία και έγιναν κάτω από τις οδηγίες επίλεκτου σώματος αξιωματικών του στρατού από το Σύνταγμα Πεζικού Καλαμάτας.
Το ενδιαφέρον των επισκεπτών για τους αγώνες ήταν μεγάλο ,δήλωσαν συμμετοχή 125 κάτοικοι και 40 στρατιώτες από το Σύνταγμα Πεζικού Καλαμάτας .
Την τελευταία όμως στιγμή λόγω του μεγάλου ενδιαφέροντος των αγώνων και κατά την διάρκεια τους δήλωσαν συμμετοχή ακόμα 12 χωρικοί πληρώνοντας άμεσα παράβολο 5 δραχμών όπως όριζε ο κανονισμός των αγώνων.
Τελικά οι αγώνες μετατράπηκαν σε ένα είδος αναμέτρησης μεταξύ Μεσσηνίων και Τριφυλίων αγωνιζομένων ,ήταν δε τόσο έντονο το ενδιαφέρον που κράτησε αμείωτο το ενδιαφέρον του πλήθους έως την δύση του ηλίου.
Νικητής αναδείχτηκε ο στρατιώτης του Συντάγματος Πεζικού Καλαμάτας Αθ.Λίτσας ( από το Παιδεμένου ) με ποσοστό επιτυχίας 80% .
Από τα συνολικά 8 βραβεία τα 7 τα κέρδισαν οι στρατιώτες και 1 ο χωρικός Αλ. Δαμουράς .
Τα χρηματικά έπαθλα δοθήκαν μετά το τέλος των αγώνων από τα χέρια του Μητροπολίτη Μεσσηνίας ,τα αποτελέσματα όμως προκάλεσαν δυσφορία στους χωρικούς και τους επισκέπτες που περίμεναν περισσότερους απλούς πολίτες νικητές.
Είχε θιγεί η αξιοπρέπεια τους διότι οι περισσότεροι χωρικοί ήταν άριστοι σκοπευτές ,μειονεκτούσαν όμως διότι δεν είχαν καθημερινή άσκηση με Γκρά ,αντίθετα με τους στρατιώτες που είχαν καθημερινή εξάσκηση στην σκοποβολή.
Για την ιστορία αναφέρουμε τα ονόματα των νικητών των 1ων Σκοπευτικών αγώνων του Μανιακίου καθώς και τα αντίστοιχα βραβεία.
1ο Βραβείο Αθ.Λίτσας Στρατιώτης 200 δρχ έπαθλο
2ο Βραβείο Αγγ.Μαγκλάρας Στρατιώτης 100 δρχ
3ο Βραβείο Ι.Βασιλόπουλος Υπ/νεύς 50 δρχ
4ο Βραβείο Αλ.Δαμουράς Πολίτης 50 δρμ
5ο Βραβείο Στ.Σφακιανάκης Στρατιώτης 25 δρχ
6ο Βραβείο Ι.Δασκαρόλης Λοχίας 25 δρχ
7ο Βραβείο Ι.Κουρής Δεκανεύς 25 δρχ
8ο Βραβείο Ν.Πανόπουλος Στρατιώτης 25 δρχ
Η Πανμεσσηνιακή αυτή συγκέντρωση στο Μανιάκι υπήρξε μοναδική και γνώρισε απόλυτη επιτυχία ,Μοναδική παραφωνία στο εορταστικό κλίμα ήταν η απουσία του Μητροπολίτη Τριφυλίας .
Με την απουσία του αυτή ο αείμνηστος Μητροπολίτης θέλησε να φουντώσει την αντιπαλότητα και να δώσει ένα κλίμα αντιζηλίας μεταξύ των Δύο επαρχιών ( Πυλίας και Τριφυλίας ) καθώς και μεταξύ των Δύο χωριών( Μανιάκι και Παιδεμένου ) λόγω προσωπικής πικρίας
Η ενέργεια αυτή έδωσε και δίνει τροφή για περίπου Ένα αιώνα στην τοπικιστική αυτή διαμάχη και μετέτρεψε το Ιστορικό Μανιάκι με τα αιματοβαμμένα ταμπούρια του σε πεδίο αντιπαράθεσης τοπικών μικροσυμφερόντων ,,,
ΤΟΠΟΣ ΘΥΣΙΑΣ ΚΑΙ ΜΝΗΜΗΣ
ΜΑΝΙΑΚΙ

Το περιβόητο Εκτελεστικό, με πρόεδρο το Γ. Κουντουριώτη και γραμματέα τον Μαυροκορδάτο, άρχισε να συζητά πως ο μόνος τρόπος για ν' αντιμετωπιστεί ο Ιμπραήμ ήταν να σχηματιστεί, με τα χρήματα του δεύτερου δανείου των δυο εκατομμυρίων λιρών, μισθωτός στρατός στην Αμερική που θα ερχόταν να πολεμήσει στην Ελλάδα!
Νόμιζαν ότι ο Ιμπραήμ θα περίμενε να φτιαχτεί ο στρατός, να μεταφερθεί, (με Ιστιοφόρο τότε), από τα πέρατα του κόσμου στον τόπο μας κι έπειτα να μας πολεμήσει. Ή εξωφρενική αυτή πρόταση βρίσκει, σωστά, τούτη δω την κριτική του Κόκκινου:
«Το πράγμα φανερώνει μέχρι ποίου σημείου δεν αντελαμβάνοντο την φοβερά πραγματικότητα οι αποκλείοντες την ληψιν σοβαρών στρατιωτικών μέτρων εντός αυτής της Πελοποννήσου δια της χρησιμοποιήσεως των εις την φυλακην ή υπό καταδίωξιν Πελοποννησίων αρχηγών, διότι αυτοί ήσαν οι συζητουντες την μετάκλησιν ξένου στρατού, ανυπάρκτου ακόμη, προς αντιμετώπισιν του Ίμβραήμ».
Aν όμως οι ανώτατοι τότε άρχοντες, το Εκτελεστικό, δεν ήθελε να καταλάβει οτι καταλάβαιναν και οι πιο απλοί άνθρωποι, πως μπροστά στον τρομερό κίνδυνο έπρεπε να ξεχαστούν τα πολιτικά πάθη και οι Έλληνες, ενωμένοι, ν' αντιβγούν στο νέο και τόσο επίφοβο εχθρό, ευτυχώς βρέθηκαν, μέσα στην ίδια την κυβέρνηση, άλλοι που συνειδητοποίησαν το χρέος τους προς την πατρίδα.
Ανάμεσα σ' αυτούς, πρώτος και πιο δυναμικός, ξεχώρισε ο Παπαφλέσσας που ήταν τότε υπουργός των Εσωτερικών, ο οποίος είχε βυθιστεί στις πολιτικές δολοπλοκίες και στους εμφύλιους σπαραγμούς ως το λαιμό. Είχε κατεβεί και το τελευταίο σκαλοπάτι της σκάλας του κακού.
Μα μπρος στη νέα συμφορά που χτύπαγε την επανάσταση, ξαναβρήκε τον καλύτερο εαυτό του
-τον Παπαφλέσσα της συνέλευσης της Βοστίτσας.
Και τότε όχι μονάχα διακήρυξε πως χρειαζόταν να δοθεί αμνηστία στους φυγάδες - Ζαΐμη, Λόντο, Νικηταρά - και στους φυλακισμένους, μα κι αποφάσισε πως τα λόγια δεν έφταναν. Χρειαζόταν ή άμεση δράση ενάντια στον Ιμπραήμ.
Και την πήρε πάνω του.
Παράτησε το μικρόψυχο και κολασμένο από τις ενέργειες της ανάξιας κυβέρνησης Άνάπλι κι έφυγε, στα τέλη του Απρίλη, να ξεσηκώσει το Μοριά ενάντια στον 'Ιμπραήμ.
Εκείνες τις μέρες είχε φτάσει στ' Aνάπλι ο Γάλλος στρατηγός Ρός, σταλμένος από το φιλελληνικό κομιτάτο του Παρισιού.
Του είχε ανατεθεί ή μυστική πολιτική αποστολή να πείσει τους Έλληνες.
Όταν θα αποχτούσαν την ανεξαρτησία τους, να ζητήσουν για βασιλιά το δούκα του Νεμούρ.

Ό Παπαφλέσσας φεύγοντας από τ' Aνάπλι πήρε μαζί του τον υπασπιστή του Γάλλου στρατηγού, αν και ήτανε αντίθετος στις προσπάθειες που γίνονταν ν' αποχτήσει ή Ελλάδα ξένο βασιλιά. Σύμφωνα με τον Σπηλιάδη έλεγε:
«Και τι θα σημαίνω εγώ πλέον εις την Ελλάδα εάν έλθει βασιλεύς; Και δεν θα πνίξει ο βασιλεύς τον σπόρον της ελευθερίας, δια την οποίαν απολλύμεθα οι Έλληνες; Και θα δυνηθωσι πλέον ούτοι ν' αποσείσωσι τον ζυγόν βασιλέως πεπολιτισμένου, και να μη διατρέξωσι κινδύνους φοβερωτέρους ή τους σημερινούς;»
Και ο Σπηλιάδης προσθέτει: «Και ίσως είχε δίκαιον».
Ό Παπαφλέσσας από τ' Άνάπλι τράβηξε για την Τριπολιτσα και μέσα στις τρεις μονάχα μέρες που έμεινε σ' αυτή σχημάτισε τον πυρήνα του εκστρατευτικού του σώματος.
Στις εκκλήσεις που έκανε πρoσέτρεξαν καπεταναίοι κι αγωνιστές από την Αργολίδα, το Λεβίδι, τις Κερασιές κι από τον κάμπο της Τριπολιτσας. Hταν περίπου εφτακόσιοι.
Από την Τριπολιτσα πήγε στο Λεοντάρι, όπου έσμιξαν μαζί του ο ανεψιός του Δημήτρης Φλέσσας, μ' εκατόν πενήντα παλικάρια, ο Α. Κουμουνδούρος, ο Παν. Μπούρας, ο Αδαμάκης Aποστολόπουλος και ο Aν. Κουλοχέρας με τους νταϊφάδες τους.
Ύστερα από δύο μέρες έφτασε στους Λάκκους. 'Εκεί δυνάμωσαν το στράτευμά του ο Γιώργης Μπούτος από το Μελιγαλα κι ο Καρακίτσος από το Κατσαρο. Κίνησε για τη Φρουτζάλα. Σ' αυτή συναντήθηκε με τους άοπλους αγωνιστές του Νιόκαστρου και με τον Μανιάτη Μούρτζινο.
Ό τελευταίος, αν και φίλος του, αρνήθηκε να τον βοηθήσει γιατί μια ανεψιά του Παπαφλέσσα, ή κόρη του Νικήτα, είχε παντρευτεί έναν από τους θανάσιμους τοπικούς εχθρούς του, τον Κωνσταντίνο Μαυρομιχάλη.
Ό Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης βρισκόταν στο χωριό Κουτήφαρι της Μεσσηνίας, κατάκοιτος από ποδάγρα.
Σαν έμαθε πως έρχεται με στράτευμα ο Παπαφλέσσας του έγραψε θερμό γράμμα, όπου σ' αυτό του έλεγε πως ο 'Ιμπραήμ
«είναι άλλος Ναπολέων ή Πύρρος της Ηπείρου, και τέλος, ότι είναι ανάγκη να δυνηθεί κατά πρώτον να τον πολεμήσει, εί δε μή τετέλεσται, το έθνος χάνεται».
Μαθαίνει πως ή κυβέρνηση αποφάσισε ν' αμνηστέψει τους φυλακισμένους.
Κάθεται λοιπόν, στις 14 του Μάη, και γράφει συστήνοντας νά τους βγάλουν χωρίς το παραμικρό χασομέρι, και ξέχωρα τον Κολοκοτρώνη, που έπρεπε να του δοθεί αμέσως η αρχιστρατηγία.
από τη Φρουτζάλα τραβά στη Δραϊνα,περίπου εφτά ώρες δρόμο.
Εκεί παίρνει γράμμα από τον αδερφό του Νικήτα όπου σ' αυτό του έλεγε πως δεν έπρεπε, πριν συγκεντρώσει όσες πιότερες δυνάμεις μπορούσε, να περάσει τα Κοντοβούνια, μα να κράταγε τις ορεινές θέσεις στα βουνά της Καλαμάτας για ναχει έτσι πίσω του ανοιχτό δρόμο προς τη Μάνη. 
Ό Παπαφλέσσας του αποκρίνεται:
Νικήτα,
Έλαβα την έπιστολήν σου και εις απάντησιν σου λέγω ότι δεν είμαι σαν και σε και σαν τον κουμπάρο σου τον Κεφάλα, όπου τρέχετε από ράχη σε ράχη στους Αηλιάδες.
Εγώ άπαξ ώρκίσθην vα χύσω το αίμα μου εις την ανάγκην της πατρίδoς, και αυτή είναι ή ώρα.
Εύχομαι δε εις τον Θεον πρώτη μπάλα τou Ίμβραημ να με πάρει εις το κεφάλι, διότι σας γράφω να ταχύνετε τον έρχομόν σας και σεις μου γράφετε κoυρoυφέξαλα.
Νικήτα, πρώτη και τελευταία επιστολή μου είναι αύτή.
Βάστα την να την διαβάζεις καμία φορά να με θυμάσαι και να κλαίς.
Παπαφλέσσας
Είναι φανερό, από το γράμμα αυτό, πως ο Παπαφλέσσας είχε συνείδηση πως τράβαγε στο χαμό του.
Ό στρατός του ανέβαινε τώρα σε 1500 άντρες. Δύναμη βέβαια ολότελα ασήμαντη για ν' αντιβγεί στ' ασκέρι του Ιμπραήμ.
Μα νά, παίρνει ευχάριστες ειδήσεις: από τον Δημήτρη Πλαπούτα από τον Αετό πως έρχεται να τον συντρέξει με 1600 νοματαίους από τους καπεταναίους της Αρκαδίας, από το χωριό Μάλι, εφτά ώρες δρόμο από τη Δραϊνα, πως βρίσκονταν εκεί με 2000 αγωνιστές από τον αδερφό του Νικήτα πως έφτασε στη Φρουτζάλα κι ερχόταν με 700 νοματαίους κι από τον Ηλία Κατσάκο από την Καλαμάτα πως είχε κάτω από τις προσταγές του 1000 πολεμιστές. Oλoι μαζί γύρω στις πέντε χιλιάδες.
Oσo κι αν τους αριθμούς αυτούς τους λογαριάσουμε παραφουσκωμένους, στεκόταν σημαντική επικουρία, όπως τα στρατεύματα κι εμπειροπόλεμα ήταν και είχαν και άξιους αρχηγούς. Τι θα έπρεπε λοιπόν να κάνει ο Παπαφλέσσας;
O,τι θα έκανε κι όποιος άλλος πολεμάρχης να καρτερέψει στα ορεινά τις δυνάμεις αυτές που ερχόταν σε βοήθειά του. Κι όμως έπραξε τ' αντίθετο.
Η «Λεωνίδειος μάχη»
Τη στιγμή που ο Παπαφλέσσας ετοιμαζόταν να φύγει από τη Δραίνα φτάνουν σε βοήθειά του ο Ηλίας Κορμάς με 120 Κοντοβουνίσιους, ο Θανασούλας Καπετανάκης με 80, ο Π. Κεφάλας με 20, ο Πιέρος Βοϊδής κι ο Τσαλαφατίνος με 120 Μανιάτες, ο Στ. Καπετανάκης με 20, ο Λίβας, ο Μπιτσιάνης κι ο αδερφός του Γιώργης Δικαίος με 80. Eτσι όταν έφτασε στο Μανιάκι ο Παπαφλέσσας είχε μαζί του περίπου δύο χιλιάδες άντρες.
Φθάνοντας στην Μεσσηνία από την Δραίνα ρώτησε τους ντόπιους για το ποιο βουνό η ποιο χωριό έχει ύψος με την καλύτερη θέα στο Νιόκαστρο.Ολοι του υπέδειξαν τα κοντοβούνια με τα υψώματα της Μυγδαλίτσας ,και του Κουφιέρου.Σκοπός του ήταν να μπορεί να ελέγχει τις κινήσεις των φαλάγγων του Ιμπραήμ.
Τράβηξε για το Μανιάκι ,εκεί έφτασε δυό ώρες πρίν βασιλέψει ο ήλιος.Στρατοπέδευσε μεταξύ του Μανιακίου και των απέναντι λόφων που έμειναν στην ιστορία σαν ταμπούρια.
Εστησε καραούλια στον Μαγκλαβά και στην Μυγδαλίτσα ,διέταξε τους στρατιώτες του να συγκεντρώσουν σωρούς από ξύλα στις κορυφές της Μυγδαλίτσας και του Κουφιέρου και να ανάψουν φωτιές οι οποίες θα έκαιγαν όλη την νύχτα προκειμένου να δημιουργήσουν την εντύπωση στον Ιμπραήμ ότι πολυάριθμα Ελληνικά στρατεύματα είχαν πιάσει τα κοντοβούνια.
Νύχτωσε στην Μακρυλάκα στο Μανιάκι,έψησαν κριάρια,ο Παπαφλέσσας ξόφλησε την μισθοδοσία των στρατιωτών όπως τους είχε υποσχεθεί στην Δραίνα.
Την επομένη ημέρα τα καραούλια από το Βλαχόπουλο τον ειδοποίησαν ότι τα στρατεύματα του Ιμπραήμ φάνηκαν να κινούνται προς τον κάμπο των Χιλίων Χωριών.
Ο Παπαφλέσσας έστειλε αγγελιοφόρους στα χωριά του κάμπου ( Σκάρμηγκα ,Βλαχόπουλο , Βλάση , Πισπίσια κλπ) τους ειδόποιούσε να προφυλαχτούν ,γιατί με τις φάλαγγες του Ιμπραήμ να φτάνουν δεν υπήρχε ελπίδα σωτηρίας γι΄αυτούς .
Αφού φρόντισε για την σωτηρία των αμάχων ,ο Παπαφλέσσας έστρεψε την προσοχή του κατόπιν στους συντρόφους του και στην οργάνωση της μάχης.
Πράγματι οι φωτιές που είχαν ανάψει την νύχτα κράτησαν καθηλωμένο τον Ιμπραήμ στα Χιλιοχώρια.δεν αποτόλμησε νυχτερινή επίθεση σε ένα πολυάριθμο στράτευμα όπως το έδειχαν οι νυχτερινές φωτιές.
Αργά την νύχτα τα καραούλια της Μυγδαλίτσας στην Βελανιδιά ,άκουσαν θόρυβο μέσα στους θάμνους και διέκριναν μια σκιά να προχωρά στο σκοτάδι προς το στρατόπεδο του Παπαφλέσσα.
Οι στρατιώτες που ήταν στο Καραούλι νόμισαν ότι επρόκειτο για απόπειρα ανίχνευσης εκ μέρους του εχθρού.Ευτυχώς δεν πυροβόλησαν αλλά περίμεναν να πλησιάσει η σκιά.Φθάνοντας κοντά τους τον συνέλαβαν.Ηταν ένας τολμηρός Αμερικανός φιλέλληνας που ονομαζόταν Χάου ,ο οποίος ειχε την περιέργεια αλλά και το θάρρος ,να βρεί ποιος ήταν ο επικεφαλής των Ελλήνων σε αυτό το απονενοημένο διάβημα αναμέτρησης με τα στρατεύματα του Ιμπραήμ . Ο Χάου γράφουν οι ιστορικοί έμεινε κατάπληκτος όταν τον έφεραν μπροστά στον Παπαφλέσσα.
Τον είχε γνωρίσει σαν Υπουργό των Εσωτερικών στο Ανάπλι,με πολυτελή εμφάνιση,σε ένα άνετο σπίτι.Τώρα τον έβλεπε μπροστά του άγρυπνο,καθισμένο σε ένα βράχο ,ζωσμένο με πιστόλια και γιαταγάνι,αγνώριστο ,μεταμορφωμένο,έτοιμο για την μεγάλη θυσία.
Ο Παπαφλέσσας τον δέχτηκε εγκάρδια του πρόσφερε ψητό κρέας,ψωμί χωριάτικο και λίγο τυρί ,τσούγκρισε μαζί του το ποτήρι με το κρασί και σε μια στιγμή του είπε << Αύριο τέτοια ώρα θα τρώμε με τον Πλούτωνα >>. Το πρωί πρίν χαράξει ο Χάου φυγαδεύτηκε από το κρυόρεμα ,πέρασε στο Κοντογόνι και έφυγε.
Με το ξημέρωμα ο Παπαφλέσσας έδωσε εντολή να αρχίζουν να κατασκευάζουν επειγόντως ταμπούρια στους πρόποδες των τριών λόφων.
Ηθελε να δώσει την μάχη εκ του συστάδην ,επέμεινε μέχρι τέλους να μην περιχαρακωθή ,ούτε στις ράχες ,ούτε στις κορφές των λόφων και να αντιμετωπίση τον Ιμπραήμ προκλητικά.
Αλλά ο εχθρός δεν τους έδωσε τον χρόνο να ολοκληρώσουν τα πρόχειρα οχυρώματα,του ανήγγειλαν ότι οι προφυλακές του Ιμπραήμ έφθασαν στο Σκάρμιγκα και ο κύριος όγκος των δυνάμεων του άρχισε να κατακλύζει την πεδιάδα της Σέκλιζας. Ο Παπαφλέσσας έδωσε εντολή να οχυρωθούν αμέσως ,σε λίγο θα άρχιζε η Λεωνίδειος μάχη.
Οι Αιγύπτιοι οργάνωσαν το στρατοπεδό τους στο Σκάρμιγκα ,σχημάτισαν τρείς στρατιωτικούς σχηματισμούς.
Ο Πρώτος άρχιζε από το Σκέρμιγκα,Βελανιδιά και κατέληγε στην κορυφλη της Μυγδαλίτσας πάνω από το χωριό Σαπρίκι,απέναντι από τα Ταμπούρια.
Ο Δεύτερος άρχιζε από το Τουλούπα Χάνι,ανατολικά της Βελανιδιάς και κατέληγε στο Μανιάκι μπροστά από τα ταμπούρια.
Ο Τρίτος δια μέσω της ρεματιάς κρυόρεμα κατέληγε στην θέση Σπαρτίλα 200 μέτρα ανατολικά των ταμπουριών.
Το σχέδιο του Ιμπραήμ προέβλεπε να αφήσει αφύλακτο το Βόρειο μέρος των ταμπουριών προς το χωριό Παιδεμένουπροκειμένου ο << ασύνταχτος >> στρατός του Παπαφλέσσα να λιποτακτήσει και να διασκορπιστεί προς την ρεματιά στο Αληκοντούζι και τα βόρεια κοντοβούνια.
Το πρωί, 20 του Μάη, οι δικοί μας είχανοργανώσει τρία ταμπούρια. το πρώτο, το πιο βορινό, το έπιασε ο Παπαφλέσσας, το δεύτερο ο ανεψιός του Δημήτρης Φλέσσας και το τρίτο, το πιο νότιο, ο Πιέρος Βοϊδής με τους Μανιάτες. «Ο τόπος όπου έγιναν τα οχυρώματα ταύτα ήσαν πλάγια, και όχι ράχες, ούτε κορυφή, δια να εμποδίσουν τον έχθρον νά μη συγκεντρούται εκ των όπισθεν», Και ήταν ακόμα πιο δυσκολο-υπεράσπιστα όπως ή απόσταση ανάμεσα στα ταμπούρια και στα μέρη που μπορούσε να προστατευτεί ο εχθρός στεκόταν μικρή κι έτσι οι δικοί μας «δεν είχον ουδέ τον άπαιτούμενον χρόνον νά γεμίζουν δις και τρις τα όπλα των».
Έπειτα από δυο ώρες που βγήκε ο ήλιος τ' ασκέρι του Ιμπραήμ έφτασε στη Μυγδαλίτσα και κατέβαιναν για τα ταμπούρια
«Αφού οι Έλληνες είδαν το πολυπληθές στράτευμα των Τούρκων, το οποίον έσκέπασεν όλον τον τόπον, όσον βλέπει το μάτι του άνθρώπου, ενταύθα άρχισαν νά μουρμουρίζουν και κάποιος είπεν ότι:
»-Έχετε άλoγoν καβαλάτε ύστερον και φεύγετε !...»
Τ' ακούει ο Παπαφλέσσας κι αμέσως φωνάζει τον γραμματικό του Τισαμενό και τον προστάζει νά πάρει τ' άλογά του κι όλους τους ψυχογιούς του εκτός από τον Μιχάλη Σταϊκόπουλο και νά πάει στην αντικρινή ράχη. Μα νά, κάμποσοι στρατιώτες, λογαριάζοντας πώς ήταν χαμένοι αν έμεναν στα πόστα που κράταγαν, πέφτουν στο Κρυόρεμα κι αρχίζουν να λακάνε.
Το σκάζει τότε, μ' όλους τους δικούς του, κι ο Σταυριανος Καπετανάκης.«Τούτον δε βλέποντες και άλλοι φεύγοντα παρεκινήθησαν και αυτοί και εδόθησαν εις φυγήν δια του αυτού ρεύματος. Έφυγαν δε υπέρ τους χιλίους».
Μόλις πρόλαβαν να ξεφύγουν και κινήθηκε ή καβαλαρία του Ιμπραήμ. Μπήκε, από τα δεξιά, στο ρέμα και προχώρησε πέρα από το ταμπούρι πού κράταγε ο Παπαφλέσσας. Από τ' αριστερά χωρίστηκε σε δύο κολόνες. Εκείνη πού τράβηξε πιο δυτικά είχε σκοπό να εμποδίσει τυχόν επικουρίες πού θάφταναν. Οι δικοί μας βρίσκονταν πια κυκλωμένοι. Ό Παπαφλέσσας όμως «νόμισε τούτο μεγάλον ευτύχημα, δια να συνέλθουν όλοι ομού οι Eλληνες και να πολεμούν καλλίτερα και αποφασιστικότερα, και να μη λιποτακτούv».Διατάζει να μετρήσουν πόσοι είχαν απομείνει και βρίσκονται λιγότεροι από χίλιοι. Καθώς ήταν συναγμένοι τούς βγάζει φλογερό λόγο θυμίζοντάς τους τις νίκες στο Βαλτέτσι, στο Λεβίδι, στη Γράνα, στα Βέρβενα και την καταστροφή της στρατιάς του Δράμαλη.- Oπoυ νάναι φτάνουν, τούς λέει, δεκαπέντε χιλιάδες πατριώτες σε βοήθειά μας ο Πλαπούτας κι όλοι οι αρκαδινοί, ο αδερφός μου Νικήτας, ο Κατσάκος κι άλλοι Μανιάτες.
Σε μια ώρα θάναι εδώ. Θα τριγυρίσουν τ' ασκέρι του Ιμπραήμ και θα το χτυπάνε από τις πλάτες.
Αδέλφια! ή πατρίδα καρτεράει από μας να δοξαστεί ξανά από τη νίκη μας!
Μα πριν καλά-καλά τελειώσει την ομιλία του, μερικοί από τούς καπεταναίους «ίδόντες τον προφανή κίνδυνον» παρακινούσαν τον ανεψιό του Δημήτρη να του πει να κάνουνε γιουρούσι και διασπώντας τις γραμμές της εχθρικής καβαλαρίας να γλιτώσουν όσοι τούς ευνοήσει ή τύχη. «Κανείς», όμως, «δεν έτόλμα να του εκστόμιση τοιούτον τι κατά πρόσωπον». τον σιμώνουν τέλος ο Κεφάλας κι ο Παπα Γιώργης, γνωστοί και οι δύο για την παλικαριά τους, και του λένε, από μέρος όλων των καπεταναίων, πως αυτή στεκόταν ή τελευταία τους ευκαιρία να σωθούν.
Τότε ο Παπαφλέσσας αποκρίνεται στον Κεφάλα:
- Έχασα τις ελπίδες που στήριζα πάνω σου. Και μαζί μ' αυτές και την υπόληψη που είχα για σένα.
Έπειτα γυρνά, πιάνει τον Παπαγιώργη από τα γένια και τραβώντας τα του λέει:
- Μου τα ντρόπιασες, Παπαγιώργη!
Σταματά μια στιγμή και ύστερα του ξαναλέει:

- Που να πάμε να φύγουμε; Έχουμε τακτικό στράτευμα όπου, όταν θα βγει από τα ταμπούρια, θ' αποτραβηχτεί με τάξη πολεμώντας; Δεν ξέρεις τάχα πως οι άτακτοι άμα βγουν από τα ταμπούρια σκορπίζουν κι ο καθένας παίρνει δικό του δρόμο;
Τότε πέντε καβαλαραίοι του Ιμπραήμ θα μάς σφάξουν όλους. Και θ' ακολουθήσει μεγάλο κακό για το έθνος όπως θα ψυχωθούν οι εχθροί και θα δειλιάσουν οι δικοί μας.
Τι φοβάσαι, Παπαγιώργη; Εσύ ξέρεις τα γράμματα που έγραψα και πήρα. Σε ρωτώ, έχεις αμφιβολίες πως μέσα σε δύο ώρες πέντε χιλιάδες δικοί μας δε θα χτυπάνε απέξω τον Ιμπραήμ;
Ακόμα κι άλλοι να μην έρθουν ο Πλαπούτας δε θα λείψει. Είμαι βέβαιος πως θα νικήσουμε.
Aν όμως, ο μη γένοιτο, νικηθούμε, θ' αδυνατίσούμε τη δύναμη του εχθρού και ή ιστορία θα ονομάσει τούτον τον πόλεμο Λεωνίδειον μάχην, Παπαγιώργη !
Ίσως ή τελευταία αυτή φράση να κρύβει όλο το μυστικό της υποσυνείδητης παρόρμησής του ν' αντιμετωπίσει, κάτω από τόσο απελπιστικές συνθήκες, τον εχθρό.
Έταξε στον εαυτό του να νικήσει ή να πεθάνει.
Ή Ρούμελη είχε το «νέο Λεωνίδα της», τον Αθανάσιο Διάκο, που κάτω από παρόμοιες συνθήκες δεν πισωδρόμησε στην Αλαμάνα. Τώρα, στο πρόσωπο τού Παπαφλέσσα, θ' αποχτούσε στο Μανιάκι κι ο Μοριάς τον Λεωνίδα του.
Όταν έπαψε να μιλάει ο Παπαφλέσσας, ο Μανιάτης Βοϊδής είπε τα αξιομνημόνευτα τούτα λόγια: «- Πάμε στα ταμπούρια μας κι όποιος θα μείνει γιαμά, ας ακούει των γυναικών τα μοιρολόγια!...»
Και τράβηξαν στα ταμπούρια τους ξέροντας πως το μόνο που τους απόμενε ήταν να θυσιαστούν.
Μόλις πρόλαβαν να φτάσουν σ' αυτά κι ο Ιμπραήμ αρχίζει την επίθεσή του. Τα τάγματα τού τακτικού στρατού του προχωρούσαν χωρίς να λογαριάζουν το θάνατο που σκόρπιζαν τα καριοφίλια των Ελλήνων.
0 Παπαφλέσσας, καθώς είδαμε, κράταγε το βορινό ταμπούρι «το μάλλον αδύνατον και επικίνδυνον».
Φορώντας την περικεφαλαία του στεκόταν όρθιος πάνω σε μια πέτρα πιο ψηλή από τις άλλες, που «είχε προσέτι και μίαν μικράν αχράδα (αγκορτσιά), από εκεί διεύθυνε τον αγώνα, δίνοντας με το παράδειγμά του θάρρος στους δικούς μας.
Δίπλα του στεκόταν ο νεαρός Γάλλος εθελοντής πού, είχε κατέβει πριν από λίγο καιρό στην Ελλάδα μαζί με τον στρατηγό Ρός.
Καμία βέβαια ευγνωμοσύνη δεν τρέφει ή πατρίδα μας για το στρατηγό Ρός.
Αντίθετα όμως με σεβασμό μνημονεύει τον ανώνυμο νεαρό Γάλλο, που πολεμώντας παλικαρίσια βρήκε το θάνατο κείνη τη μέρα δίπλα στον Παπαφλέσσα.

Το μεσημέρι κάλεσαν οι σάλπιγγες του εχθρού τον αιγυπτιακό στρατό να πάψει την επίθεσή του και ν' αποσυρθεί για να κολατσίσει. Όσο που «οι νεροκουβαλητάδες επήγαινον και ηρχοντο δίδοντες νερόν εις τους διψώντας στρατιώτας», οι καπεταναίοι μας τρέξάνε να βρούνε τον Παπαφλέσσα.
- Καλό είναι, του λένε, να φύγουμε τώρα που οι τούρκοι ξαποσταίνουν και τρώνε ψωμί.
Να τραβήξουμε κατά την Αγιά, γιατί, καθώς θαχουμε βοηθό το βουνό, οι καβαλαραίoι τους λίγους θα σκοτώσουνε. το πολύ θα φάνε πενήντα ως εκατό από μας; μα οι άλλοι θα σωθούνε και θα σώσουμε κι εσένα για να φανείς, σ' άλλη περίστάση, χρήσιμος στην πατρίδα. Ό Παπαφλέσσας τους αποκρίθηκε:
-Εγώ σας είπα και πρώτα και τώρα σας το λέγω τη φευγάλα να μην τη βάζετε διόλου στο νου σας, γιατί εμείς χανόμαστε άδικα αν πέσουμε πάνω στη φωτιά του εχθρού.
Όχι, δε θα παραδώσω τους Έλληνες μόνος μου στ' αδιάκοπο ντουφέκι του τακτικού!
Έπειτα εμείς καρτεράμε τη βοήθεια πού, καθώς γνωρίζετε, θα φτάσει ώρα την ώρα. Παγαίνετε τώρα στα πόστα σας !..
Γύρισαν στα ταμπούρια τους και σε λίγο εξαπολύθηκε το γενικό γιουρούσι του εχθρού.
Δυο φορές έφτασαν έως τις θέσεις που κράταγαν οι Έλληνες, μ' αναγκάστηκαν να πισωδρομήσουν.
Κι ενώ ετοιμάζονταν να ξεχυθούν σε τρίτο γιουρούσι, ακούστηκε στα βορινά μια μπαταριά.
Ήταν ο Πλαπούτας που έφτανε με χίλια πεντακόσια παλικάρια.
Ό Ιμπραήμ τότε, γυρεύοντας να προλάβει τη βοήθεια που ερχόταν, ρίχνει όλες του τις δυνάμεις πάνω στους δικούς μας.
Οι εχθροί πάτησαν πρώτο το ταμπούρι του Παπαφλέσσα.
Ό ανεψιός του Δημήτρης παρατάει το πόστο του και τρέχει να βοηθήσει το θείο του, τον βλέπει ο Παπαφλέσσας και τον προστάζει να γυρίσει πίσω και να υπερασπιστεί τη δική του θέση.
Μα όταν έφτασε σ' αυτή βρήκε να την έχουν πατήσει οι εχθροί. «Εκεί κτυπών και κτυπούμενος υπό πολλών Τούρκων εχάθη και αυτός και οι στρατιώται του».
Στο ταμπούρι του Παπαφλέσσα ανακατώθηκαν τούρκοι κι Έλληνες και γίνηκαν όλοι ένα.
Όπως οι εχθροί φόραγαν κόκκινες στολές, «ο τόπος όλος έκοκκίνισεν από αυτές κι από τα αίματα». Ό σημαιοφόρος του Παπαφλέσσα, ο Δημήτρης από τη Χίο, για να μην πέσει ή σημαία στα χέρια του εχθρού την σκίζει, τη χώνει στο στήθος του, σπάζει και το σταυρό του κονταριού και τον βάζει στο σελάχι του, και με το σπαθί στο χέρι σαν αστραπή χιμά πάνω στο τούρκικο ασκέρι και φεύγει.
«Ή παλικαριά του είναι αμίμητος», γράφει ο Φωτάκος.
Τελευταίο έπεσε το ταμπούρι του Πιέρου Βοϊδη, που κράταγαν οι Μανιάτες,ο εκατόνταρχος Πουλής από το Κοντογόνι,ο Τσαλαφατίνος,ο Αναγνώστης Μπιτσιάνης κλπ καθώς ήταν το πιο δυνατό απ' όλα. Oσoι από τους δικούς μας απόμεναν ακόμα ζωντανοί ρίχνονται μέσα στο ρέμα και προσπαθούν να φύγουν κατά την Ανδρούσα. Τίποτ' άλλο δεν ακουγόταν πια «από τα λιανίσματα των σπαθιών και των γιαταγανιών».
Στην έξοδο της ρεματιάς ένα τάγμα του εχθρού καρτέραγε τους εκατόν πενήντα δικούς μας που ήταν ακόμα ζωντανοί. Δεν τους απόμενε παρά ν' ανοίξουν δρόμο με το σπαθί στο χέρι. το κατόρθωσαν μα οι περισσότεροι απόμειναν για πάντα εκεί.
Οσοι κατάφεραν να γλυτώσουν έφθασαν στην πηγή στο Αλικοντούζι.Εκεί όσοι κάτοικοι είχαν απομείνει περίμεναν τα νέα για την έκβαση της μάχης .Βλέποντας τους μματωμένους αγωνιστές τους ρώτησαν για την τύχη της.Αυτοί τους απάντησαν με την ψυχή στο στόμα << Φορέστε μαύρα μαντήλια και φύγετε ,μαε χάλασε ο Αράπης>>.
Σιγά σιγά σκόρπαγε ο καπνός της μάχης. Οι νικητες τότε βάλθηκαν να σκυλεύουν τους σκοτωμένους. Ύστερα άρχισαν να κόβουν τ' αυτιά τους, να τα πάνε στον Ιμπραήμ να πάρουνε μπαξίσι. Τότε τσακώθηκαν «μεταξύ των ποίος από αυτούς να έχει περισσότερα».
Κατέβηκε τέλος κι ο Ιμπραήμ στο ταμπούρι τούτον Παπαφλέσσα. Αφού έκανε ντουάδες στον Αλλάχ για τη νίκη, πρόσταξε το στρατό του να ρίξει τρεις νικητήριες μπαταριές. Μετά πρόσταξε να τού φέρουν το κουφάρι του Παπαφλέσσα.
Βρήκαν το ακέφαλο κορμί του πλάι στην αγκορτσιά. Δίπλα του κείτονταν νεκρός ο νεαρός Γάλλος κι ολόγυρα πλήθος τα κουφάρια των εχθρών. Λίγο πιο πέρα πέτυχαν και το κεφάλι τού ήρωα. Το έφεραν στον Ιμπραήμ τους είπε να χώσουν στη γη ένα ψηλό παλούκι και να στήσουν όρθιο τον σκοτωμένο δένοντάς τον πάνω σ' αυτό.
Ύστερα στερέωσαν στο κορμί και το κεφάλι, αφού πριν πλύνανε τα αίματα από τα γένια του.
Τότε «ο νεκρός έφαίνετο ως να ήτο ζωντανός»
Ό Ιμπραήμ, αφού «ακίνητος κι άφωνος τον παρετήρησεν ολίγον», γυρνά και λέει στους αξιωματικούς του:
- Πραγματικά, στάθηκε ένας Ικανός και γενναίος άνθρωπος. Και καλύτερο θα ήταν, κι ας παθαίναμε άλλη τόση ζημιά, να τον πιάναμε ζωντανό, γιατί πολύ θα μας χρησίμευε.
Τη μεθεπομένη το πρωί, γυναίκες μοιρολογώντας έφθασαν στο πεδίο της μάχης και έψαχναν να βρουν τους άνδρες τους.
Οσες τους βρήκαν -κατά την παράδοση βρήκαν τον χιλίαρχο Κορμά από του Κεφαλληνού, τον Γυφτάκη από το Ραυτόπουλο, τον Γκότση από τον Αετό, τον Μπουχανά από το Τριπύλα τους πήραν ζαλιά και τους πήγαν να τους θάψουν στα νεκροταφεία του χωριού τους.

Τον Παπαφλέσσα, τον Μαυρομιχάλη, τον Δημήτρη Φλέσσα, τον θανασούλη Καπετανάκη, τον Κουμουντουράκη, τα τρία παλικάρια του παπα-Καλογερόπουλου από τη Λιγούδιστα, τον Κεφάλα, τον Παπαγιώργη Τσαλαφατίνα και τους υπολοίπους, ανέλαβαν να τους κηδέψουν τα αγρίμια και τα όρνια της περιοχής.
Το Μανιάκι πήρε τη θέση του, στις σελίδες της Ιστορίας μας, δίπλα στις Θερμοπύλες και στην Αλαμάνα.
Τώρα, ανατολικά από το χωριό Μανιάκι, στο ξωκλήσι «Aγια Ανάσταση», βρίσκονται τα κόκαλα εκείνων που πέσανε σε τούτη τη μάχη, θυμίζοντας, σ' εμάς τους μεταγεγέστερους, πως ή λευτεριά μας, καθώς λέει στον εθνικό μας ύμνο ο Σολωμός, είναι άπ' τα κόκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά .
Μοιρολόι για το Μανιάκι
Κεί στο Μανιάκι κείτονται όλοι οι Καπεταναίοι Ο Παπαφλέσσας, ο Κορμάς και ο Μαυρομιχάλης Μπιτσάνης από την Πολιανή,μαζί με τον κεφάλα Στρώμα έχουνε την μαύρη Γή,προσκέφαλο μια πέτρα Και από πάνω σκέπασμα του φεγγαριού την λάμψη