ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ

19.12.16

Νοσταλγώντας περασμένες εποχές

Μεγαλώσαμε σαν παιδιά με τις χαρές και τις λύπες μας

Σύμφωνα με τις στατιστικές,αυτοί από εμάς που ήμασταν παιδιά τις δεκαετίες του 40,50, 60 και 70 πιθανόν δεν θα έπρεπε να είχαμε επιζήσει. 
Οσες κούνιες υπήρχαν  ήταν βαμμένες με γυαλιστερή λαδομπογιά με βάση το μόλυβδο. Τα πατώματα όπου υπήρχαν είχαν μωσαϊκό τα περισσότερα σπίτια είχαν απλώς χώμα που τον χειμώνα  σου περόνιαζε τα κόκκαλα κι οι κρεβατοκάμαρες ξύλινα πατώματα που κάθε τόσο αγκίθες καρφωνόντουσαν στις ξυπόλητες πατουσες μας.
Οι παιδικές αρρώστιες έκαναν θραύση.
Κάθε τόσο κι ένας φίλος ή συμμαθητής πάθαινε ιλαρά, κοκύτη, μαγουλάδες, ανεμοβλογιά. 
Ζεσταινόμασταν με σóμπες με ξύλα η με κάρβουνο μέσα σε τενεκέδες ,και αρκετά τζακια.  
Που να βρεθεί καλοριφέρ τότε.
Τηλέφωνο υπήρχε σε ένα καφενείο που περίμενες με τις ώρες στην σειρά σου  και την συνομιλία σου την άκουγαν όλοι οι θαμώνες.
Τα περιοδικά που μας κρατούσαν συντροφιά ήταν ο Μικρός Ηρωας κι ο Μικρός Σερίφης, κι ακόμα το Ρομάντζο, το Πάνθεον, το Ντομινό, η Βεντέττα, το Πρώτο, το Εμπρός.
 Ακόμα ζητάω τη σοκολάτα ΙΟΝ αμυγδάλου του ταλήρου, ή τις πρώτες γκοφρέτες ΜΕΛΟ με τα χαρτάκια με τις φορεσιές και τις σημαίες των χωρών του κόσμου, ακόμα θυμάμαι το Γλυφιτζούρι κοκοράκι, το μαλλί της γριάς στα πανηγύρια στα κεφαλοχώρια, το φρεσκοψημένο ποπ κορν , τις καραμέλες γάλακτος τις τυλιγμένες στο χρυσό χαρτί, τις κατακόκκινες καραμέλες τσάρλεστον,το αυθεντικό παστέλι, και το κάτασπρο μαντολάτο.
Ακόμα θυμάμαι τη γεύση απ το ψημένο καλαμπόκι που τους καλοκαιρινούς μήνες έκανε θραύση
Τα σαράβαλα λεωφορεία του ΚΤΕΛ (Σκανια Βάμπις, Σκόντα, Βόλβο κι αργότερα Βritish Leyland και ΗΙΝΟ ), είχαν τη μηχανή μέσα και ήταν συνήθως καλυμμένη με μπλέ δερμάτινα καπιτονέ καλύμματα. 
Βόγκαγαν κάθε φορά που ο οδηγός άλλαζε ταχύτητα στις ανηφόρες.
Καμμιά φορά είχε και μια θέση μπροστά δεξιά δίπλα στη μηχανή που ηταν η καλύτερη για τα παιδικά μας όνειρα.
Υπήρχε ο εισπράκτορας με το κλασσικό γκρί καπέλο με το γείσο, κι έλεγε τις στάσεις ή φώναζε τέρμα τα μία και είκοσι. Θυμάστε εκείνες τις κερματοθήκες που έβαζε τα κέρματα?
Τα γκρίζα αμερικάνικα πελώρια ταξί που στριμωχνόμασταν μέσα έως και δέκα άτομα  
Ποιος να έχει τότε Ι.Χ 
Οι λίγοι τυχεροί αγόραζαν VW σκαραβαίους, ή μεταχειρισμένα Consoul Cortina, Hansa, Wartburg, FIAT 1100, Opel Olympia. 
Θυμάστε τα Anglia τα Peugeot 403, τα Renault 10…….. ¨η το Simca 1000, με τα ανύπαρκτα καλοριφέρ και τα λιγνά λάστιχα.
Οι κολώνες του πάγου που τις έφερνε ο παγοπώλης με την τρίκυκλη μοτοσικλέτα του και τις κουβάλαγε με εκείνο το περίεργο εργαλείο γάντζο , αργοέλιωναν  στην μεταφορά σκεπασμένες με πάνινα τσουβάλια.
Που ηλεκτρικά ψυγεία. 
Αργότερα θυμάμαι κάτι ΠΙΤΣΟΣ ΙΖΟΛΑ και ΚΕΛΒΙΝΕΙΤΟΡ. 
Οι καρεκλάδες οι γανωματήδες οι ακονιστές κι οι τσαγκάρηδες είχαν πολλή δουλειά. 
Στο κεφαλοχώρι σε κάποια γωνιά σε μια καμαρούλα 2Χ2 ήταν το βασίλειο του τσαγκάρη με εκείνο το περίεργο καλαπόδι που έβαζε ανάποδα το παπούτσι και το κόλλαγε και το κάρφωνε με εκείνες τις μαύρες πρόκες με το πλατύ κεφάλι και διάχυτη η μυρουδιά της βενζινόκολλας
Ο καφές στα καφενεία ήταν μόνο Ελληνικός, (τούρκικος )τότε. 
Δεν υπήρχε νες ούτε φραπέ ούτε καπουτσίνο ούτε εσπρέσσο ούτε κάν φίλτρου γαλλικός.
Μόνο σε κανένα ζαχαροπλαστείο μεγάλης πόλης εύρισκες γαλλικό και βέβαια τον πλήρωνες πανάκριβα.
Οι πρώτες καφετιέρες ήταν κάτι γυάλινες κανάτες γεμάτες νερό πάνω στη φωτιά, με ένα ειδικό μεταλλικό φίλτρο που ο ατμός που υγροποιούταν έπεφτε πάνω στον καφέ τον έριχνε στο νερό και ο κύκλος συνεχιζόταν μέχρις εξαντλήσεως του περιεχομένου.
Η άφιξη στο χωριό των πλανόδιων σινεματζήδων ήταν το μεγάλο γεγονός ,μια πρόχειρη οθόνη στον τοίχο του καφενείου κλείσιμο των τζαμιών με οποιο πρόχειρο μέσο υπήρχε για να μην βλέπουν οι τζαμπατζήδες και τα «ιερά τέρατα » του  Ελληνικού κινηματογράφου να φιγουράρουν στην πρόχειρη οθόνη
Με πόση χαρά ακολουθούσαμε Κυριακή πρωί τον πατέρα στο καφενείο και απολαμβάναμε επί ώρες μια κουταλιά βανίλια, το γνωστό υποβρύχιο μέσα σε ένα ποτήρι παγωμένο νερό, ή τρώγαμε το μεζέ του ούζου και του κρασιού ( Λούπινα συνήθως το χειμώνα ) και του αφήναμε το ούζο ή το κρασί ξεροσφύρι.
Κυριακές απόγευμα με τα τρανζιστοράκια στα χέρια με πόση λαχτάρα περιμέναμε να ακούσουμε την περιγραφή απ το ραδιόφωνο των μεγάλων αγώνων του ποδοσφαιρικού πρωταθλήματος .
Γεωργίου, Φώσκολος, Λογοθέτης κι αργότερα απ την τηλεόραση Διακογιάννης Φουντουκίδης Κατσαρός.
Η γλυκύτερη αναμονή το καλοκαίρι ήταν ο παγωτατζής που ερχόταν από την μεγάλη πόλη με το αυτοκίνητο του γεμάτο σκόνη από τον χωματόδρομο. Παπασπύρου ΑΣΤΥ ΕΒΓΑ. 
Μια δραχμή η κρέμα χωνάκι, μιάμιση το κακάο, δύο η σοκολάτα.
Τα καλοκαίρια μπάνιο στην θάλασσα πάνω στις καρότσες των μικρών τρακτέρ ή άντε με προϊστορικά λεωφορεία (που ζεμάταγαν σαν την κόλαση)στις κοντινές παραλίες, συνήθως στην Γιάλοβα και στο Πετροχώρι ή Ρωμανού. 
Γελάγαμε με κάτι χοντρές γριές που κάνανε μπάνιο με τα κομπιναιζόν. Πέφταμε κάτω και χτυπιόμασταν όταν βλέπαμε κάποιους με το ένα χέρι να κρατάνε τυλιγμένη την πετσέτα γύρω τους και με το άλλο να προσπαθούν να βγάλουν το μαγιό και να βάλουν εσώρουχο και παντελόνι.
Σιχαινόμασταν τα κεφτεδάκια ή τα ντολμαδάκια στην αμμουδιά.
Και το νερό που πίναμε  (τι εμφιαλωμένα και πράσινα άλογα), ήταν πάντα χλιαρό όπου υπήρχε πηγή, όπου υπήρχε στέρνα ,ρέμα ή ποτάμι.
Και φρούτα, Θεέ  μου τι φρούτα ήταν αυτά!
Θυμάμαι κάτι δωδεκάκιλα Αμερικάνικα ριγέ ή μαύρα καρπούζια που σε κάθε δαγκωνιά τα ζουμιά έτρεχαν στο πηγούνι και το λαιμό. Και πεπόνια που μοσχομύριζαν. Και σταφύλια ολόγλυκα.
Ψωμί και τυρί σπιτίσιο ,ντομάτες και καρπούζι για φαγητό.
Η υπέρτατη γεύση.
τρώγαμε λουκουμάδες με ζάχαρη, κουλούρι και τριγωνάκι κεφαλοτύρι αμφίβολης καθαριότητας τυρόπιτες και σάμαλι
(Δεν έχω ξαναδοκιμάσει από τότε τέτοια νοστιμιά), κοκ και κορνέ με σαντιγύ, και πάστες νουγκατίνες σοκολατίνες και σεράνο. 
Γευόμασταν βούτυρα και μαρμελάδες σπιτικές και σπιτικά γλυκά κουταλιού συκαλάκι, περγαμόντο, βύσσινο και πορτοκάλι, νερατζάκι, και φαγητά που δεν τα φτιάχνουν τώρα γιατί είναι κουραστικά.
Μελιτζάνες παπουτσάκια, ιμάμ, παστίτσια, μουσακάδες. 
Τρώγαμε τόνους κεφτέδες με πατάτες τηγανιτές αλλά ποτέ δεν είμασταν υπέρβαροι γιατί γυρνάγαμε όλη μέρα στους δρόμους και τις αλάνες παίζοντας.
Μοιραζόμασταν με τους φίλους μας μια πορτοκαλάδα ή γκαζόζα απ το ίδιο μπουκάλι και ποτέ κανένας μας δεν έπαθε τίποτε.
Δεν πολυαρωσταίναμε , αλλά αν τύχαινε να αρρωστήσουμε πάντα υπήρχε μια καλή μάνα ή γιαγιά να μας δώσει λίγο φιδέ και να μας ρίξει βεντούζες να μας δώσει μια κουταλιά Νορισοντρίν ή μια ασπιρίνη διαλυμένη στο κουταλάκι μαζί με ζάχαρη,( και αυτή η πικρίλα από το κινίνο δεν υποφερόταν έκλεινες τα μάτια και το κατάπινες) ή να μας κάνει μια ένεση με γυάλινη σύριγγα που τη βράζανε στο κατσαρολάκι,
Και κάτι θερμόμετρα γυάλινα του πεντάλεπτου…. και στα πόδια του κρεβατιού να γουργουρίζει η γάτα η παρδαλή η οποία συνήθως έπαιζε με την άκρη της κουβέρτας.
Όταν κάναμε ποδήλατο δεν φορούσαμε κράνος και στην πίσω ρόδα βάζαμε πάντα χαρτόνι από πακέτο τσιγάρα πιασμένο με ξύλινο μανταλάκι έτσι για να κάνει θόρυβο και να μας θυμίζει μηχανάκι
Περνάγαμε ώρες έξω απ το σπίτι φτιάχνοντας πατίνια με ρουλεμάν και σανίδια και κατεβαίναμε τις κατηφόρες τις γειτονιάς απλά για να διαπιστώσουμε ότι είχαμε ξεχάσει να βάλουμε φρένο.
Κι όταν σηκωνόμασταν μέσα απ τους θάμνους που καταλήγαμε, μαθαίναμε πώς να διορθώνουμε το πρόβλημα των φρένων.
Για να μη ξαναπληγώσουμε τα γόνατα μας και να μην αποκτήσουμε ευμεγέθη καρούμπαλα στο κέντρο του μετώπου μας
Είχαμε φίλους. 
Βγαίναμε στο δρόμο και τους βρίσκαμε. Παίζαμε μπάλα και κυνηγητό στους δρόμους. Τα δοκάρια στα αυτοσχέδια γήπεδα ήταν ή οι σχολικές τσάντες ή τα πουλόβερ κι οι ζακέτες μας κουβαριασμένες
Πόσες φορές δεν σπάγαμε και κανένα τζάμι και εξαφανιζόμασταν όλοι μαζί αφήνοντας τη μπάλα στα χέρια κάποιου ηλικιωμένου που την έσκιζε με το σουγιά και την πέταγε στο δρόμο. Ο παλιόγερος !
Πηγαίναμε στα σπίτια των φίλων μας και χτυπούσαμε την πόρτα, ή το πιο συνηθισμένο μπαίναμε χωρίς να ρωτήσουμε.
Πέφταμε από δέντρα, κοβόμασταν, πληγώναμε τα γόνατα μας και σπάγαμε και κανένα χέρι και οι γονείς μας μάς κατσάδιαζαν κι αυτό ήταν.
Λίγο βάμμα στην πληγή κι όξω απ την πόρτα. Τσακωνόμασταν και παίζαμε μπουνιές και μαυρίζαμε και μελανιάζαμε και πάλι φιλιώναμε.
Τρώγαμε ακόμα και σκουλήκια και λάσπες από τους κήπους και τα περιβόλια. 
Θυμάστε τη γεύση της λάσπης; Ούτε μάτια βγάλαμε, ούτε τα σκουλήκια έζησαν για πολύ το στομάχι μας.
Κι ο πανικός ακόμα μεγαλύτερος όταν πιάναμε το φλίτ με το εντομοκτόνο για να παίξουμε ανίδεοι για το δηλητήριο που περιείχε.
Στους ποδοσφαιρικούς μας αγώνες την ομάδα την έφτιαχναν μερικοί, οι υπόλοιποι μάθαιναν να ζουν χωρίς αρχηγιλίκι.
Φεύγαμε απ το σπίτι το πρωί και παίζαμε όλη μέρα ελεύθεροι αρκεί να γυρίζαμε πίσω μόλις άρχιζε να σκοτεινιάζει, ή όταν η μάνα μας έβαζε τις φωνές απ το μπαλκόνι ή το παράθυρο  να τσακιστούμε να πάμε για διάβασμα.
Δεν είχαμε βιντεοπαιχνίδια ούτε καν τηλεόραση, ούτε κινητά ούτε υπολογιστές ή internet άντε κανένα ραδιόφωνο με λυχνίες.
Το καλύτερο δώρο ήταν ένα μικρό τρανζιστοράκι με εννιάβολτη Bereck για να ακούμε Εθνικό πρόγραμμα , ή τον σταθμό των Ενόπλων Δυνάμεων.
Πηγαίναμε σχολείο πρωί - απόγευμα ακόμα και και τα Σάββατα. 
Πόσες φορές δεν αισθανθήκαμε το χέρι του δάσκαλου να μας τραβάει τα αυτιά, η να μας ρίχνει μια σβουριχτή σφαλιάρα.
Κι η λούρα, συνήθως από μουριά να μας πληγώνει την παλάμη.
Οι πράξεις μας ήταν δικές μας και οι συνέπειες θα βάρυναν εμάς.
Θυμάστε στα διαγωνίσματα την απεγνωσμένη προσπάθεια να αντιγράψουμε με το βιβλίο στα γόνατα, ή τα σκονάκια κρυμμένα στα μανίκια, ή τα κορίτσια που τάγραφαν με στυλό BIC ή SCHNEIDER πάνω στα μπούτια τους και τα κάλυπταν με τις μπλέ ποδιές τους. Μπλέ κοριτσίστικες ποδιές, άσπρο γιακαδάκι και άσπρη μπλέ κορδέλλα στα μαλλιά. Ποδιές που εξαφανιζόντουσαν στο λεωφορείο και χωνόντουσαν μες στις τσάντες και τα' αγόρια που περίμεναν στο τέρμα του λεωφορείου.
Κάποιοι μαθητές όχι τόσο έξυπνοι ή επιμελείς έχαναν την τάξη και ξαναπήγαιναν στην ίδια. Θυμηθείτε πόσους διετείς είχατε στην τάξη σας στο γυμνάσιο. Ήταν εύκολα αναγνωρίσιμοι απ τα γένια και τη χοντρή φωνή.
Υπήρχαν τέσσερις εποχές διακριτές μεταξύ τους. Τα φύλλα των δέντρων έπεφταν το φθινόπωρο και τα μπουμπούκια των λουλουδιών άνθιζαν την άνοιξη. Υπήρχαν δέντρα και κήποι στις αυλές των σπιτιών και πηγάδια και χώμα που μύριζε μετά το πότισμα . Θυμάστε τους πανσέδες; Τα σκυλάκια; Τα χρυσάνθεμα;
Τις πλεχτές ζακέτες που βάζαμε κάπου μετά το Πάσχα. Τα πρώτα μακριά παντελόνια.
Τα καλοκαιρινά βράδια τα βγάζαμε παρέες - παρέες, παίζοντας κρυφτό. Αξέχαστα χρόνια.
Οι γενιές αυτές έβγαλαν μερικούς απ τους καλύτερους επιστήμονες, γιατρούς, μηχανικούς, ανθρώπους εργατικούς και τίμιους οικογενειάρχες και πολλούς άλλους.
Τα τελευταία πενήντα χρόνια έγινε έκρηξη σε καινοτομίες και νέες ιδέες. Είχαμε επιτυχίες, αποτυχίες και υπευθυνότητα και μάθαμε να τα αντιμετωπίζουμε όλα.
Μεγαλώσαμε σαν παιδιά με τις χαρές και τις λύπες, μας. 
Ζήσαμε.
 Και θα εξακολουθήσουμε να ζούμε όσο μας χρωστάει ο Θεός, σε πείσμα όλων αυτών που μας πλαστικοποίησαν τη ζωή με δικές τους ιδέες και για δικό τους όφελος.